χάλκινος: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkinos
|Transliteration C=chalkinos
|Beta Code=xa/lkinos
|Beta Code=xa/lkinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of bronze</b>, νόμισμα <span class="title">OGI</span>339.44 (Sestos, ii B. C.); διάδημα <span class="bibl"><span class="title">Ostr.Bodl.</span> i 262</span> (ii B. C.); <b class="b3">χαλκίνη</b> (sc. <b class="b3">δραχμή</b>) <span class="bibl"><span class="title">PLond.</span>2.380</span> (ii/iii A. D.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[concerning]] or [[in bronze coin]], λόγος <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>119.51</span> (ii B. C.).</span>
|Definition=η, ον,<br><span class="bld">A</span> [[of bronze]], νόμισμα ''OGI''339.44 (Sestos, ii B. C.); διάδημα ''Ostr.Bodl.'' i 262 (ii B. C.); [[χαλκίνη]] (''[[sc.]]'' [[δραχμή]]) ''PLond.''2.380 (ii/iii A. D.).<br><span class="bld">II</span> [[concerning]] or [[in bronze coin]], λόγος ''PTeb.''119.51 (ii B. C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χάλκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χάλκινα όργανα» ή, [[απλώς]], «τα χάλκινα»<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων [[κυρίως]], οργάνων, τών οποίων ο [[ήχος]] παράγεται με τη [[δόνηση]] τών χειλιών και τα οποία διακρίνονται σε σάλπιγγες και κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[χάλκινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «χάλκινα όργανα» ή, [[απλώς]], «τα χάλκινα»<br /><b>μουσ.</b> [[είδος]] αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων [[κυρίως]], οργάνων, τών οποίων ο [[ήχος]] παράγεται με τη [[δόνηση]] τών χειλιών και τα οποία διακρίνονται σε σάλπιγγες και κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χαλκός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[λίθινος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χάλκινος Medium diacritics: χάλκινος Low diacritics: χάλκινος Capitals: ΧΑΛΚΙΝΟΣ
Transliteration A: chálkinos Transliteration B: chalkinos Transliteration C: chalkinos Beta Code: xa/lkinos

English (LSJ)

η, ον,
A of bronze, νόμισμα OGI339.44 (Sestos, ii B. C.); διάδημα Ostr.Bodl. i 262 (ii B. C.); χαλκίνη (sc. δραχμή) PLond.2.380 (ii/iii A. D.).
II concerning or in bronze coin, λόγος PTeb.119.51 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

χάλκινος: -η, -ον, χαλκοῦς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 757.

Greek Monolingual

-η, -ο / χάλκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από χαλκό (α. «χάλκινα σκεύη» β. «νομίσματι χαλκίνωι», επιγρ.)
νεοελλ.
φρ. «χάλκινα όργανα» ή, απλώς, «τα χάλκινα»
μουσ. είδος αερόφωνων πνευστών, ορειχάλκινων κυρίως, οργάνων, τών οποίων ο ήχος παράγεται με τη δόνηση τών χειλιών και τα οποία διακρίνονται σε σάλπιγγες και κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].