ἀπροσκόλλητος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aproskollitos | |Transliteration C=aproskollitos | ||
|Beta Code=a)prosko/llhtos | |Beta Code=a)prosko/llhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπροσκόλλητον, [[not adhering]], τινί Eust.1940.20. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[que no se adhiere]] τῷ ἀνδρί Eust.1940.20. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπροσκόλλητος''': -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι [[ἀπροσκόλλητος]] ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20. | |lstext='''ἀπροσκόλλητος''': -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι [[ἀπροσκόλλητος]] ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπροσκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] προσκολλημένος [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια [[υπηρεσία]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπροσκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] προσκολλημένος [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια [[υπηρεσία]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπροσκόλλητον, not adhering, τινί Eust.1940.20.
Spanish (DGE)
-ον que no se adhiere τῷ ἀνδρί Eust.1940.20.
German (Pape)
[Seite 339] nicht angeleimt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσκόλλητος: -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι ἀπροσκόλλητος ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπροσκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν είναι προσκολλημένος κάπου
αρχ.
αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια υπηρεσία.