ἀποκαθεύδω: Difference between revisions
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apokatheydo | |Transliteration C=apokatheydo | ||
|Beta Code=a)pokaqeu/dw | |Beta Code=a)pokaqeu/dw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[sleep away from home]], ἐς τὸ ἱερόν Philostr.''VS''2.4.1; of a woman separated from her husband, [[sleep apart]], Eup.399.<br><span class="bld">II</span> [[fall asleep over]] a thing, Them.''Or.''1.13d. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dormir aparte]] de una mujer separada de su marido, Eup.399.<br /><b class="num">2</b> [[dormir fuera de casa]] ἐς τὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἱερόν Philostr.<i>VS</i> 568, ἐν νυκτὶ ταῦτα ἐγίνετο καὶ [[εἰκός]] τινας καὶ ἀποκαθευδῆσαι y esto sucedió durante la noche, y es verosímil que algunas (de las mujeres que estaban en la tumba de Jesucristo cuando resucitó) incluso se hubiesen dormido</i> Chrys.M.58.783, cf. Mac.Magn.<i>Apocr</i>.4.11 (p.173.7).<br /><b class="num">II</b> fig. [[descuidarse]] ἐν πολλοῖς πολλάκις Them.<i>Or</i>.1.13d. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκαθεύδω''': μέλλ. -ευδήσω, παρατ. ἀποκαθηῦδον ἢ καθεῦδον καὶ ἀπεκάθευδον: - ἀποκοιτῶ, [[καθεύδω]] ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐς τὸ ἱερὸν Φιλόστρ. 568· ἐπὶ γυναικὸς κεχωρισμένης ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, κοιμῶμαι χωριστά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 138. ΙΙ. ἀποκοιμῶμαι [[ἐπάνω]] εἴς τι, Θεμίστ. 13D. | |lstext='''ἀποκαθεύδω''': μέλλ. -ευδήσω, παρατ. ἀποκαθηῦδον ἢ καθεῦδον καὶ ἀπεκάθευδον: - ἀποκοιτῶ, [[καθεύδω]] ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐς τὸ ἱερὸν Φιλόστρ. 568· ἐπὶ γυναικὸς κεχωρισμένης ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, κοιμῶμαι χωριστά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 138. ΙΙ. ἀποκοιμῶμαι [[ἐπάνω]] εἴς τι, Θεμίστ. 13D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποκαθεύδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[ακόμη]], [[συνεχίζω]] να [[κοιμάμαι]]<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]] [[κάπου]] [[αλλού]], όχι στο [[σπίτι]] μου<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]] χωρισμένη) [[κοιμάμαι]] με άλλον<br /><b>4.</b> [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀποκαθεύδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κοιμάμαι]] [[ακόμη]], [[συνεχίζω]] να [[κοιμάμαι]]<br /><b>2.</b> [[κοιμάμαι]] [[κάπου]] [[αλλού]], όχι στο [[σπίτι]] μου<br /><b>3.</b> (για [[γυναίκα]] χωρισμένη) [[κοιμάμαι]] με άλλον<br /><b>4.</b> [[αδιαφορώ]] για [[κάτι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:49, 25 August 2023
English (LSJ)
A sleep away from home, ἐς τὸ ἱερόν Philostr.VS2.4.1; of a woman separated from her husband, sleep apart, Eup.399.
II fall asleep over a thing, Them.Or.1.13d.
Spanish (DGE)
I 1dormir aparte de una mujer separada de su marido, Eup.399.
2 dormir fuera de casa ἐς τὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἱερόν Philostr.VS 568, ἐν νυκτὶ ταῦτα ἐγίνετο καὶ εἰκός τινας καὶ ἀποκαθευδῆσαι y esto sucedió durante la noche, y es verosímil que algunas (de las mujeres que estaban en la tumba de Jesucristo cuando resucitó) incluso se hubiesen dormido Chrys.M.58.783, cf. Mac.Magn.Apocr.4.11 (p.173.7).
II fig. descuidarse ἐν πολλοῖς πολλάκις Them.Or.1.13d.
German (Pape)
[Seite 305] (s. εὕδω), 1) auswärts, außer dem Hause schlafen, Eupol. bei Suid. B. A. 428 ἀποκοιτεῖν erkl.; Philostr. – 2) bei etwas einschlafen, Themist. or. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, παρατ. ἀποκαθηῦδον ἢ καθεῦδον καὶ ἀπεκάθευδον: - ἀποκοιτῶ, καθεύδω ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐς τὸ ἱερὸν Φιλόστρ. 568· ἐπὶ γυναικὸς κεχωρισμένης ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, κοιμῶμαι χωριστά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 138. ΙΙ. ἀποκοιμῶμαι ἐπάνω εἴς τι, Θεμίστ. 13D.
Greek Monolingual
ἀποκαθεύδω (Α)
1. κοιμάμαι ακόμη, συνεχίζω να κοιμάμαι
2. κοιμάμαι κάπου αλλού, όχι στο σπίτι μου
3. (για γυναίκα χωρισμένη) κοιμάμαι με άλλον
4. αδιαφορώ για κάτι.