ὑγροκέλευθος: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ygrokelefthos
|Transliteration C=ygrokelefthos
|Beta Code=u(groke/leuqos
|Beta Code=u(groke/leuqos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having wet paths]], <b class="b3">Τηθύς, Νηρηΐδες</b>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>22.6</span>, <span class="bibl">24.2</span>; Ἰχθύες <span class="bibl">Max.62</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[leaving a moist trail]], <b class="b3">κοχλίας</b> Poet. ap. <span class="bibl">Ath.2.63b</span>; so, perh., metaph., νεφέλαι <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>21.3</span> (<b class="b3">ὑδρο-</b> codd.).</span>
|Definition=ὑγροκέλευθον,<br><span class="bld">A</span> [[having wet paths]], [[Τηθύς]], [[Νηρηΐδες]], Orph.''H.''22.6, 24.2; Ἰχθύες Max.62.<br><span class="bld">II</span> [[leaving a moist trail]], [[κοχλίας]] Poet. ap. Ath.2.63b; so, perhaps, metaph., νεφέλαι Orph.''H.''21.3 (<b class="b3">ὑδρο-</b> codd.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που έχει υγρές [[οδούς]], που πορεύεται και ζει [[μέσα]] στη [[θάλασσα]] και, γενικά, στο [[νερό]]<br /><b>2.</b> αυτός που αφήνει [[πίσω]] του υγρά ίχνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>λοξο</i>-[[κέλευθος]], <i>χρυσο</i>-[[κέλευθος]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> (για [[ψάρι]]) αυτός που έχει υγρές [[οδούς]], που πορεύεται και ζει [[μέσα]] στη [[θάλασσα]] και, γενικά, στο [[νερό]]<br /><b>2.</b> αυτός που αφήνει [[πίσω]] του υγρά ίχνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑγρός]] <span style="color: red;">+</span> [[κέλευθος]] «[[δρόμος]]» ([[πρβλ]]. [[λοξοκέλευθος]], [[χρυσοκέλευθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

English (LSJ)

ὑγροκέλευθον,
A having wet paths, Τηθύς, Νηρηΐδες, Orph.H.22.6, 24.2; Ἰχθύες Max.62.
II leaving a moist trail, κοχλίας Poet. ap. Ath.2.63b; so, perhaps, metaph., νεφέλαι Orph.H.21.3 (ὑδρο- codd.).

German (Pape)

[Seite 1171] im Nassen, im Wasser gehend, lebend, poet. bei Ath. II, 63 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροκέλευθος: -ον, οὗ αἱ ὁδοί εἰσιν ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἰχθὺς Μάξιμ. π. καταρχ. 62. ΙΙ. ὁ καταλείπων ὑγρὰ ἴχνη, κοχλίας Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 63Β· οὕτω δὲ ἴσως καὶ μεταφορ., νεφέλαι Ὀρφ. Ὕμν. 20. 3, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. (για ψάρι) αυτός που έχει υγρές οδούς, που πορεύεται και ζει μέσα στη θάλασσα και, γενικά, στο νερό
2. αυτός που αφήνει πίσω του υγρά ίχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. λοξοκέλευθος, χρυσοκέλευθος)].