παλαιότροπος: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palaiotropos | |Transliteration C=palaiotropos | ||
|Beta Code=palaio/tropos | |Beta Code=palaio/tropos | ||
|Definition= | |Definition=παλαιότροπον, [[old-fashioned]], χαρακτήρ Iamb.''VP''23.103; βωμοί Nicom.''Ar.''2.16. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:36, 25 August 2023
English (LSJ)
παλαιότροπον, old-fashioned, χαρακτήρ Iamb.VP23.103; βωμοί Nicom.Ar.2.16.
German (Pape)
[Seite 445] von alterthümlicher Sitte, Art, Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιότροπος: -ον, ὁ κατὰ παλαιὸν τρόπον ὢν ἢ πεποιημένος, «χαρακτὴρ (τῆς διδασκαλίας) π. ὤν». «βωμοὶ παλαιότροποι» Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 23, Νικομ. Θεολ. Ἀριθμ. 2, σ. 129, ἔκδ. Ast. - οὐσιαστ. παλαιοτροπία, Εὐστ. 531. 40.
Greek Monolingual
παλαιότροπος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με τους αρχαίους τρόπους, με τις παλιές συνήθειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -τρόπος (< τρόπος < τρέπω)].