πλύντης: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plyntis
|Transliteration C=plyntis
|Beta Code=plu/nths
|Beta Code=plu/nths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[clothes-cleaner]], <span class="bibl">Poll.7.37</span>, rejected by <span class="bibl"><span class="title">EM</span>785.35</span>; cf.<b class="b3">πλύτης</b>.</span>
|Definition=πλύντου, ὁ, [[clothes-cleaner]], Poll.7.37, rejected by ''EM''785.35; cf. [[πλύτης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλύντης''': -ου, ὁ, ([[πλύνω]]) ὁ πλύνων ἐνδύματα, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 37· ἀλλὰ ὁ ἀληθὴς [[τύπος]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] πλύτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 785. 35. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.
|lstext='''πλύντης''': -ου, ὁ, ([[πλύνω]]) ὁ πλύνων ἐνδύματα, Πολυδ. Ζ΄, 37· ἀλλὰ ὁ ἀληθὴς [[τύπος]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] πλύτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 785. 35. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[πλύντρια]], ΝΑ [[πλύνω]]<br />αυτός που πλένει, [[ιδίως]] ρούχα.
|mltxt=ο, θηλ. [[πλύντρια]], ΝΑ [[πλύνω]]<br />αυτός που πλένει, [[ιδίως]] ρούχα.
}}
}}

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῠντης Medium diacritics: πλύντης Low diacritics: πλύντης Capitals: ΠΛΥΝΤΗΣ
Transliteration A: plýntēs Transliteration B: plyntēs Transliteration C: plyntis Beta Code: plu/nths

English (LSJ)

πλύντου, ὁ, clothes-cleaner, Poll.7.37, rejected by EM785.35; cf. πλύτης.

German (Pape)

[Seite 639] ὁ, der schmutzige Kleider durch Treten im πλυνός Waschende u. Reinigende, Poll. 7, 37; doch verwerfen die Gramm. die Form, s. Lob. Phryn. 256 u. πλύτης.

Greek (Liddell-Scott)

πλύντης: -ου, ὁ, (πλύνω) ὁ πλύνων ἐνδύματα, Πολυδ. Ζ΄, 37· ἀλλὰ ὁ ἀληθὴς τύπος λέγεται ὅτι εἶναι πλύτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 785. 35. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.

Greek Monolingual

ο, θηλ. πλύντρια, ΝΑ πλύνω
αυτός που πλένει, ιδίως ρούχα.