ἀνορθιάζω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anorthiazo
|Transliteration C=anorthiazo
|Beta Code=a)norqia/zw
|Beta Code=a)norqia/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[call out]], [[shout aloud]], <span class="bibl">And.1.29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[prick up]], τὰ ὦτα <span class="bibl">Ph.2.188</span>,al.:—Pass., ἐγήγερται καὶ ἀνωρθίασται <span class="bibl">1.381</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[call out]], [[shout aloud]], And.1.29.<br><span class="bld">II</span> [[prick up]], τὰ ὦτα Ph.2.188,al.:—Pass., ἐγήγερται καὶ ἀνωρθίασται 1.381.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[gritar]], [[chillar]] ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.<i>Myst</i>.29.<br /><b class="num">2</b> [[aguzar]] τὰ ὦτα Ph.2.188, en v. med. (ἀκοάς τε καὶ ὄψεις) Ph.1.381.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνορθιάζω''': φωνάζω ἰσχυρῶς, καὶ γὰρ οἱ λόγοι τῶν κατηγόρων [[ταῦτα]] τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη ἀνωρθίαζον, μεταφ., ἀπὸ τῶν ὀρθίων νόμων, δηλ. μουσικῶν ῥυθμῶν, Ἀνδοκ. 5. 5. ΙΙ. [[ἀνεγείρω]], ἀνορθώνω, τὰ ὦτα Φίλων 2. 188.
|lstext='''ἀνορθιάζω''': φωνάζω ἰσχυρῶς, καὶ γὰρ οἱ λόγοι τῶν κατηγόρων [[ταῦτα]] τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη ἀνωρθίαζον, μεταφ., ἀπὸ τῶν ὀρθίων νόμων, δηλ. μουσικῶν ῥυθμῶν, Ἀνδοκ. 5. 5. ΙΙ. [[ἀνεγείρω]], ἀνορθώνω, τὰ ὦτα Φίλων 2. 188.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[gritar]], [[chillar]] ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.<i>Myst</i>.29.<br /><b class="num">2</b> [[aguzar]] τὰ ὦτα Ph.2.188, en v. med. (ἀκοάς τε καὶ ὄψεις) Ph.1.381.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνορθιάζω]] (Α) [[[ορθιάζω]] «[[φωνάζω]]»]<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ανορθώνω]] από τους ορθίους νόμους μουσικούς ρυθμούς<br /><b>2.</b> [[φωνάζω]] [[δυνατά]]<br /><b>3.</b> [[ανασηκώνω]].
|mltxt=[[ἀνορθιάζω]] (Α) [[[ορθιάζω]] «[[φωνάζω]]»]<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[ανορθώνω]] από τους ορθίους νόμους μουσικούς ρυθμούς<br /><b>2.</b> [[φωνάζω]] [[δυνατά]]<br /><b>3.</b> [[ανασηκώνω]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=φωνάζω δυνατά, ξεσηκώνω). Παρασύνθετο άπ' τό [[ἄνορθος]] (ἀνά + [[ὀρθός]]) ἀπό ρίζα ορ.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[laut]] [[reden]]</i>, Andocid. 1.29.
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορθιάζω Medium diacritics: ἀνορθιάζω Low diacritics: ανορθιάζω Capitals: ΑΝΟΡΘΙΑΖΩ
Transliteration A: anorthiázō Transliteration B: anorthiazō Transliteration C: anorthiazo Beta Code: a)norqia/zw

English (LSJ)

A call out, shout aloud, And.1.29.
II prick up, τὰ ὦτα Ph.2.188,al.:—Pass., ἐγήγερται καὶ ἀνωρθίασται 1.381.

Spanish (DGE)

1 gritar, chillar ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη And.Myst.29.
2 aguzar τὰ ὦτα Ph.2.188, en v. med. (ἀκοάς τε καὶ ὄψεις) Ph.1.381.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορθιάζω: φωνάζω ἰσχυρῶς, καὶ γὰρ οἱ λόγοι τῶν κατηγόρων ταῦτα τὰ δεινὰ καὶ φρικώδη ἀνωρθίαζον, μεταφ., ἀπὸ τῶν ὀρθίων νόμων, δηλ. μουσικῶν ῥυθμῶν, Ἀνδοκ. 5. 5. ΙΙ. ἀνεγείρω, ἀνορθώνω, τὰ ὦτα Φίλων 2. 188.

Greek Monolingual

ἀνορθιάζω (Α) [[[ορθιάζω]] «φωνάζω»]
1. μτφ. ανορθώνω από τους ορθίους νόμους μουσικούς ρυθμούς
2. φωνάζω δυνατά
3. ανασηκώνω.

Mantoulidis Etymological

(=φωνάζω δυνατά, ξεσηκώνω). Παρασύνθετο άπ' τό ἄνορθος (ἀνά + ὀρθός) ἀπό ρίζα ορ.

German (Pape)

laut reden, Andocid. 1.29.