σταιτίτης: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=staititis
|Transliteration C=staititis
|Beta Code=staiti/ths
|Beta Code=staiti/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>,= [[σταίτινος]], <span class="bibl">Epich.52</span>, <span class="bibl">Sophr.28</span>.
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, = [[σταίτινος]], Epich.52, Sophr.28.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στατίτης]] και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[σταίτινος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[είδος]] άρτου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Επίχ.) «πλακοῡς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταῖς]], <i>σταιτός</i> «[[ζυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=και [[στατίτης]] και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[σταίτινος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[είδος]] άρτου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταῖς]], <i>σταιτός</i> «[[ζυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[μηλίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταιτίτης Medium diacritics: σταιτίτης Low diacritics: σταιτίτης Capitals: ΣΤΑΙΤΙΤΗΣ
Transliteration A: staitítēs Transliteration B: staititēs Transliteration C: staititis Beta Code: staiti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = σταίτινος, Epich.52, Sophr.28.

German (Pape)

[Seite 928] ὁ, = σταίτινος, bes. ein Kuchen aus Weizenmehl; Epicharm. bei Ath. III, 110 b, vgl. XIV, 646 b; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σταιτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 110Β.

Greek Monolingual

και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α
1. ο σταίτινος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου
3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλίτης)].