στρεπτίνδα: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=streptinda | |Transliteration C=streptinda | ||
|Beta Code=strepti/nda | |Beta Code=strepti/nda | ||
|Definition=Adv., a game in which a piece of money, shell, or the like, being laid down, was to be struck by another | |Definition=Adv., a game in which a piece of money, shell, or the like, being laid down, was to be struck by another [[so as to be made to turn over]], Id.9.110,117. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[παιχνίδι]] [[κατά]] το οποίο [[ένας]] ή περισσότεροι παίκτες έστηναν στο [[έδαφος]] όρθιο ένα [[νόμισμα]] ή ένα όστρακο και το σημάδευαν με ένα [[άλλο]] αντίστοιχο, [[έτσι]] ώστε να το κάνουν να στραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρεπτός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ( | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> [[παιχνίδι]] [[κατά]] το οποίο [[ένας]] ή περισσότεροι παίκτες έστηναν στο [[έδαφος]] όρθιο ένα [[νόμισμα]] ή ένα όστρακο και το σημάδευαν με ένα [[άλλο]] αντίστοιχο, [[έτσι]] ώστε να το κάνουν να στραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρεπτός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -[[ίνδα]] ([[πρβλ]]. [[κρυπτίνδα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:06, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., a game in which a piece of money, shell, or the like, being laid down, was to be struck by another so as to be made to turn over, Id.9.110,117.
German (Pape)
[Seite 953] adv., Umwendens, ein Kinderspiel, bei dem ein liegendes Stück Holz mit einem darnach geworfenen umgewandt werden mußte, Poll. 9, 117.
Greek (Liddell-Scott)
στρεπτίνδᾰ: Ἐπίρρ. (στρέφω) παιδιά, καθ’ ἣν νόμισμα, ὄστρακον ἢ τι τοιοῦτον ἐτίθετο κατὰ γῆς καὶ ἐπλήττετο δι’ ἑτέρου ὅπως ἀναστραφῇ, Πολυδ. Θ΄, 110, 117.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. παιχνίδι κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι παίκτες έστηναν στο έδαφος όρθιο ένα νόμισμα ή ένα όστρακο και το σημάδευαν με ένα άλλο αντίστοιχο, έτσι ώστε να το κάνουν να στραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτίνδα)].