ἐξανεμίζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksanemizo
|Transliteration C=eksanemizo
|Beta Code=e)canemi/zw
|Beta Code=e)canemi/zw
|Definition=strengthd. for [[ἀνεμίζω]], Sch.<span class="bibl">Il.20.440</span>.
|Definition=strengthened for [[ἀνεμίζω]], Sch.Il.20.440.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hacer que se levante el viento]], [[levantar viento]] τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἠρέμα ἐξανεμίσασα la diosa Atenea, Sch.Er.<i>Il</i>.20.440a.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανεμίζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀνεμίζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Υ. 440.
|lstext='''ἐξανεμίζω''': ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀνεμίζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Υ. 440.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[hacer que se levante el viento]], [[levantar viento]] τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἠρέμα ἐξανεμίσασα la diosa Atenea, Sch.Er.<i>Il</i>.20.440a.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξανεμίζω]] (Μ [[ἐξανεμίζω]] και [[ξανεμίζω]])<br /><b>1.</b> [[μετατρέπω]] σε άνεμο, [[ματαιώνω]], [[εξαφανίζω]], [[καταστρέφω]], [[εκμηδενίζω]] («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την [[περιουσία]] του»)<br /><b>2.</b> (για μαλλιά) [[ανεμίζω]]<br /><b>3.</b> [[κινώ]] στον άνεμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[πέρδομαι]].
|mltxt=και [[ξανεμίζω]] (Μ [[ἐξανεμίζω]] και [[ξανεμίζω]])<br /><b>1.</b> [[μετατρέπω]] σε άνεμο, [[ματαιώνω]], [[εξαφανίζω]], [[καταστρέφω]], [[εκμηδενίζω]] («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την [[περιουσία]] του»)<br /><b>2.</b> (για μαλλιά) [[ανεμίζω]]<br /><b>3.</b> [[κινώ]] στον άνεμο<br /><b>μσν.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[πέρδομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰνεμίζω Medium diacritics: ἐξανεμίζω Low diacritics: εξανεμίζω Capitals: ΕΞΑΝΕΜΙΖΩ
Transliteration A: exanemízō Transliteration B: exanemizō Transliteration C: eksanemizo Beta Code: e)canemi/zw

English (LSJ)

strengthened for ἀνεμίζω, Sch.Il.20.440.

Spanish (DGE)

hacer que se levante el viento, levantar viento τῇ κινήσει τῆς χειρὸς ἠρέμα ἐξανεμίσασα la diosa Atenea, Sch.Er.Il.20.440a.

German (Pape)

[Seite 869] auslüften, Erkl. von ψύχω, Schol. Il. 20, 440.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανεμίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀνεμίζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Υ. 440.

Greek Monolingual

και ξανεμίζωἐξανεμίζω και ξανεμίζω)
1. μετατρέπω σε άνεμο, ματαιώνω, εξαφανίζω, καταστρέφω, εκμηδενίζω («εξανεμίστηκαν οι ελπίδες του», «εξανέμισε όλη την περιουσία του»)
2. (για μαλλιά) ανεμίζω
3. κινώ στον άνεμο
μσν.
(αμτβ.) πέρδομαι.