Κόλχος: Difference between revisions
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Kolchos | |Transliteration C=Kolchos | ||
|Beta Code=*ko/lxos | |Beta Code=*ko/lxos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, ''Colchian'', [[Herodotus|Hdt.]]1.2, etc.:—Adj. [[Κολχικός]], ή, όν, ''Colchian'', Id.2.105:—poet. also [[Κόλχος]] στόλος A.R.4.485:—fem. Κολχίς, ίδος, [[Herodotus|Hdt.]]1.2 (but also [[Μηδείᾳ]] τῇ Κόλχῳ Pl.''Euthd.''285c): as [[substantive]] [[Κολχίς]] (''[[sc.]]'' [[γῆ]]), ''Colchis'', [[Herodotus|Hdt.]]1.104, etc.; (''[[sc.]]'' [[γυνή]]) E.''Med.'' 132 (anap.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />de Colchide : | |btext=ος, ον :<br />de Colchide : οἱ Κόλχοι les habitants de la Colchide.<br />'''Étymologie:'''. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο θηλ. [[Κολχίδα]] (AM [[Κόλχος]], θηλ. Κολχίς, - | |mltxt=ο θηλ. [[Κολχίδα]] (AM [[Κόλχος]], θηλ. Κολχίς, -ίδος)<br />[[κάτοικος]] της Κολχίδος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> [[κολχικός]] («[[κόλχος]] [[στόλος]]», <b>Απόλλ. Ρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τοπων. <i>Κολχίς</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Κόλχος:''' ὁ, από την [[Κολχίδα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. [[Κολχικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, [[Κολχικός]], στον ίδ.· θηλ. [[Κολχίς]], <i>- | |lsmtext='''Κόλχος:''' ὁ, από την [[Κολχίδα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. [[Κολχικός]], <i>-ή</i>, <i>-όν</i>, [[Κολχικός]], στον ίδ.· θηλ. [[Κολχίς]], <i>-ίδος</i> και ως ουσ. [[Κολχίς]] (ενν. <i>γῆ</i>), η [[Κολχίδα]], στον ίδ.· (ενν. [[γυνή]]), σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Κόλχος:''' <b class="num">II</b> ὁ колх, житель Колхиды Her., Xen. etc.<br />колхидский Her., Plat. etc. | |elrutext='''Κόλχος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[колх]], [[житель Колхиды]] Her., Xen. etc.<br />колхидский Her., Plat. etc. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Κόλχος]], ὁ,<br />a Colchian, Hdt., etc.:—adj. [[Κολχικός]], ή, όν, Colchian, Hdt.:—fem. [[Κολχίς]], ίδος, and as | |mdlsjtxt=[[Κόλχος]], ὁ,<br />a Colchian, Hdt., etc.:—adj. [[Κολχικός]], ή, όν, Colchian, Hdt.:—fem. [[Κολχίς]], ίδος, and as [[substantive]] [[Κολχίς]] ( sub. γῆ), Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:10, 1 March 2024
English (LSJ)
ὁ, Colchian, Hdt.1.2, etc.:—Adj. Κολχικός, ή, όν, Colchian, Id.2.105:—poet. also Κόλχος στόλος A.R.4.485:—fem. Κολχίς, ίδος, Hdt.1.2 (but also Μηδείᾳ τῇ Κόλχῳ Pl.Euthd.285c): as substantive Κολχίς (sc. γῆ), Colchis, Hdt.1.104, etc.; (sc. γυνή) E.Med. 132 (anap.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de Colchide : οἱ Κόλχοι les habitants de la Colchide.
Étymologie:.
Greek Monolingual
ο θηλ. Κολχίδα (AM Κόλχος, θηλ. Κολχίς, -ίδος)
κάτοικος της Κολχίδος
αρχ.
ως επίθ. κολχικός («κόλχος στόλος», Απόλλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Κολχίς].
Greek Monotonic
Κόλχος: ὁ, από την Κολχίδα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Κολχικός, -ή, -όν, Κολχικός, στον ίδ.· θηλ. Κολχίς, -ίδος και ως ουσ. Κολχίς (ενν. γῆ), η Κολχίδα, στον ίδ.· (ενν. γυνή), σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
Κόλχος: II ὁ колх, житель Колхиды Her., Xen. etc.
колхидский Her., Plat. etc.
Middle Liddell
Κόλχος, ὁ,
a Colchian, Hdt., etc.:—adj. Κολχικός, ή, όν, Colchian, Hdt.:—fem. Κολχίς, ίδος, and as substantive Κολχίς ( sub. γῆ), Eur.