δύσρητος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dysritos
|Transliteration C=dysritos
|Beta Code=du/srhtos
|Beta Code=du/srhtos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[that should not be spoken]], <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span>302</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[hard to give a name to]], Gal.12.501.</span>
|Definition=δύσρητον,<br><span class="bld">A</span> [[that should not be spoken]], Demetr.''Eloc.''302.<br><span class="bld">II</span> [[hard to give a name to]], Gal.12.501.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de explicar]] τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.<i>in Pl.Tim</i>.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de pronunciar]] φωναί Gal.17(2).236<br /><b class="num"></b>[[de expresión complicada o difícil]] op. [[ἁπλοῦς]]: λόγος Sch.Er.<i>Il</i>.12.13-15.<br /><b class="num">II</b> [[que no debe decirse]] subst. τὰ δύσρητα [[cosas inconvenientes o indecorosas]] αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.<i>Eloc</i>.302.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσρητος''': -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, [[στράγξ]], σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.
|lstext='''δύσρητος''': -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, [[στράγξ]], σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de explicar]] τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.<i>in Pl.Tim</i>.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de pronunciar]] φωναί Gal.17(2).236<br /><b class="num">•</b>[[de expresión complicada o difícil]] op. [[ἁπλοῦς]]: λόγος Sch.Er.<i>Il</i>.12.13-15.<br /><b class="num">II</b> [[que no debe decirse]] subst. τὰ δύσρητα [[cosas inconvenientes o indecorosas]] αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.<i>Eloc</i>.302.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δύσρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λέγεται εύκολα [[γιατί]] [[είναι]] [[άσεμνος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να προφερθεί εύκολα.
|mltxt=[[δύσρητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν λέγεται εύκολα [[γιατί]] [[είναι]] [[άσεμνος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να προφερθεί εύκολα.
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσρητος Medium diacritics: δύσρητος Low diacritics: δύσρητος Capitals: ΔΥΣΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dýsrētos Transliteration B: dysrētos Transliteration C: dysritos Beta Code: du/srhtos

English (LSJ)

δύσρητον,
A that should not be spoken, Demetr.Eloc.302.
II hard to give a name to, Gal.12.501.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de explicar τὰ εἰρημένα δυσνόητά τε καὶ δύσρητά ἐστι Gal.in Pl.Tim.16.7, cf. 18, τὸ ποιὸν τῆς κινήσεως Gal.8.885, ἔνιαι δὲ (ἰδιότητες) δύσρητοι γίγνονται περὶ τὰ κάμνοντα σώματα Gal.12.501.
2 difícil de pronunciar φωναί Gal.17(2).236
de expresión complicada o difícil op. ἁπλοῦς: λόγος Sch.Er.Il.12.13-15.
II que no debe decirse subst. τὰ δύσρητα cosas inconvenientes o indecorosas αἰσχρὰ καὶ δύσρητα ἀναφανδὸν λέγειν Demetr.Eloc.302.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zu sagen, Dem. Phal. 326; schwer auszusprechen, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δύσρητος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, αἰσχρὰ καὶ δύσρητα Δημ. Φαλ. 326. 2) δυσκόλως προφερόμενος, δύσρητοι φωναὶ, στράγξ, σφίγξ Γαλην. 8. 594, 595., 13. 359.

Greek Monolingual

δύσρητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν λέγεται εύκολα γιατί είναι άσεμνος
2. εκείνος που δεν μπορεί να προφερθεί εύκολα.