μιγής: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=migis
|Transliteration C=migis
|Beta Code=migh/s
|Beta Code=migh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μικτός]], Nic.<span class="title">Fr.</span>68.4.</span>
|Definition=μιγές, = [[μικτός]], Nic.''Fr.''68.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιγής]], -ές (Α)<br />[[μικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]]. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -[[μιγής]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[μιγής]], <i>συμ</i>-[[μιγής]])].
|mltxt=[[μιγής]], -ές (Α)<br />[[μικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]]. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -[[μιγής]] ([[πρβλ]]. [[αμιγής]], [[συμμιγής]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐγής Medium diacritics: μιγής Low diacritics: μιγής Capitals: ΜΙΓΗΣ
Transliteration A: migḗs Transliteration B: migēs Transliteration C: migis Beta Code: migh/s

English (LSJ)

μιγές, = μικτός, Nic.Fr.68.4.

German (Pape)

[Seite 182] ές, gemischt, Nic. bei Ath. III, 126 b, wenn nicht μιγῆ adverbial = μίγδην zu nehmen ist.

Greek (Liddell-Scott)

μῐγής: -ές, = μικτός, Νικ. Ἀποσπ. 1. 4.

Greek Monolingual

μιγής, -ές (Α)
μικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -μιγής (πρβλ. αμιγής, συμμιγής)].