μυρμηκώεις: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrmikoeis | |Transliteration C=myrmikoeis | ||
|Beta Code=murmhkw/eis | |Beta Code=murmhkw/eis | ||
|Definition= | |Definition=μυρμηκώεσσα, μυρμηκώεν, [[full of warts]], κάρηνα Marc.Sid.97. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μυρμηκώεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> με [[έκταση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- για μετρικούς λόγους ( | |mltxt=[[μυρμηκώεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> με [[έκταση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- για μετρικούς λόγους ([[πρβλ]]. [[μελισσόεις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:00, 25 August 2023
English (LSJ)
μυρμηκώεσσα, μυρμηκώεν, full of warts, κάρηνα Marc.Sid.97.
German (Pape)
[Seite 220] εσσα, εν, voll Warzen, Marcell. Sid.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκώεις: εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ μυρμηκώδης παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε μυρμηκώδης.
Greek Monolingual
μυρμηκώεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. -όεις με έκταση του -ο- σε -ω- για μετρικούς λόγους (πρβλ. μελισσόεις)].