νυμφαία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "Theophrastus ''HP''" to "Thphr. ''HP''") |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nymfaia | |Transliteration C=nymfaia | ||
|Beta Code=numfai/a | |Beta Code=numfai/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> = [[μαδωνάϊς]], [[yellow water-lily]], [[Nuphar luteum]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]''9.13.1, Dsc.3.132.<br><span class="bld">2</span> [[white water-lily]], [[Nymphaea alba]], ibid.<br><span class="bld">II</span> pr. n., a name of Ariadne, ''BMus.Cat.Vases''iii p.234. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[νυμφαία]])<br />[[γένος]] υδρόβιων διακοσμητικών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] νυμφαιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> ""η <i>Νυμφαία</i><br />η Αριάδνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. [[νυμφαῖος]]. | |mltxt=η (Α [[νυμφαία]])<br />[[γένος]] υδρόβιων διακοσμητικών [[φυτών]] που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] νυμφαιίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b> ""η <i>Νυμφαία</i><br />η Αριάδνη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. [[νυμφαῖος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>die bekannte [[Wasserpflanze]] [[nymphaea]]</i>, Theophr., Diosc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:23, 1 November 2024
English (LSJ)
ἡ,
A = μαδωνάϊς, yellow water-lily, Nuphar luteum, Thphr. HP9.13.1, Dsc.3.132.
2 white water-lily, Nymphaea alba, ibid.
II pr. n., a name of Ariadne, BMus.Cat.Vasesiii p.234.
Greek (Liddell-Scott)
νυμφαία: ἡ, φυτόν τι ἔνυδρον, nymphaea, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 1. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, ὄνομα τῆς Ἀριάδνης, Συλλ. Ἐπιγραφ. 7449.
Greek Monolingual
η (Α νυμφαία)
γένος υδρόβιων διακοσμητικών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια νυμφαιίδες
αρχ.
ως κύριο όν. ""η Νυμφαία
η Αριάδνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επίθ. νυμφαῖος.
German (Pape)
ἡ, die bekannte Wasserpflanze nymphaea, Theophr., Diosc.