παροιμιαστής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paroimiastis
|Transliteration C=paroimiastis
|Beta Code=paroimiasth/s
|Beta Code=paroimiasth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[author of proverbs]], of Solomon, Sm.<span class="title">Ec.</span>12.10(dub.).</span>
|Definition=παροιμιαστοῦ, ὁ, [[author of proverbs]], of Solomon, Sm.''Ec.''12.10(dub.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρομιάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συνηθίζει να κάνει [[χρήση]] παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῑς, εἴποι ἄν τις [[παροιμιαστής]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Σολομώντα) ο [[συντάκτης]], ο [[συγγραφέας]] παροιμιών.
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[παρομιάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συνηθίζει να κάνει [[χρήση]] παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῖς, εἴποι ἄν τις [[παροιμιαστής]]», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για τον Σολομώντα) ο [[συντάκτης]], ο [[συγγραφέας]] παροιμιών.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροιμιαστής Medium diacritics: παροιμιαστής Low diacritics: παροιμιαστής Capitals: ΠΑΡΟΙΜΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: paroimiastḗs Transliteration B: paroimiastēs Transliteration C: paroimiastis Beta Code: paroimiasth/s

English (LSJ)

παροιμιαστοῦ, ὁ, author of proverbs, of Solomon, Sm.Ec.12.10(dub.).

German (Pape)

[Seite 525] ὁ, der ein Sprichwort macht oder braucht Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παροιμιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ποιῶν παροιμίας, ἐπὶ τοῦ Σολομῶντος, Ἀθαν. τ. 1, σ. 850, Ἀνδρ. Κρήτ. σελ. 117 κλ.· - ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται παροιμίας, Φωτίου Ἐπιστ. 262, 4.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ παρομιάζω
μσν.
αυτός που συνηθίζει να κάνει χρήση παροιμιών («Ἀρκαδίαν με αἰτεῖς, εἴποι ἄν τις παροιμιαστής», Φώτ.)
αρχ.
(για τον Σολομώντα) ο συντάκτης, ο συγγραφέας παροιμιών.