ποικιλόγηρυς: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=poikilogirys | |Transliteration C=poikilogirys | ||
|Beta Code=poikilo/ghrus | |Beta Code=poikilo/ghrus | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[ποικιλόγαρυς]], υος, ὁ, ἡ, [[of varied voice]], [[many-toned]], φόρμιγξ Pi.''O.''3.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0649.png Seite 649]] dor. ποικιλόγαρυς, mannigfach tönend, von mannichfaltigem Klange, [[φόρμιγξ]], Pind. Ol. 3, 8. Vgl. [[ποικιλόδειρος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0649.png Seite 649]] dor. ποικιλόγαρυς, mannigfach tönend, von mannichfaltigem Klange, [[φόρμιγξ]], Pind. Ol. 3, 8. Vgl. [[ποικιλόδειρος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος (ὁ, ἡ)<br />[[aux sons variés]].<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[γῆρυς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποικῐλόγηρυς:''' дор. [[ποικιλόγαρυς|ποικῐλόγᾱρυς]], υος adj. разнообразно звучащий, многозвучный ([[φόρμιγξ]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποικῐλόγηρυς''': Δωρ. -γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, πολλοὺς τόνους μουσικοὺς ἢ φθόγγους, ὁ ποικιλοτρόπως ἠχῶν, [[φόρμιγξ]] Πινδ. Ο. 3. 13˙ πρβλ. [[ποικιλόδειρος]]. | |lstext='''ποικῐλόγηρυς''': Δωρ. -γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, πολλοὺς τόνους μουσικοὺς ἢ φθόγγους, ὁ ποικιλοτρόπως ἠχῶν, [[φόρμιγξ]] Πινδ. Ο. 3. 13˙ πρβλ. [[ποικιλόδειρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, -υος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]]» ( | |mltxt=και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, -υος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποικίλος]] <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]]» ([[πρβλ]]. [[μειλιχόγηρυς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ποικῐλόγηρυς:''' Δωρ. -γᾱρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ποικίλες φωνές, αυτός που έχει πολλούς μουσικούς τόνους, σε Πίνδ. | |lsmtext='''ποικῐλόγηρυς:''' Δωρ. -γᾱρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ποικίλες φωνές, αυτός που έχει πολλούς μουσικούς τόνους, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ποικῐλό-γηρυς, δοριξ ποικῐλό-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,<br />of [[varied]] [[voice]], [[many]]-toned, Pind. | |mdlsjtxt=ποικῐλό-γηρυς, δοριξ ποικῐλό-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,<br />of [[varied]] [[voice]], [[many]]-toned, Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. ποικιλόγαρυς, υος, ὁ, ἡ, of varied voice, many-toned, φόρμιγξ Pi.O.3.8.
German (Pape)
[Seite 649] dor. ποικιλόγαρυς, mannigfach tönend, von mannichfaltigem Klange, φόρμιγξ, Pind. Ol. 3, 8. Vgl. ποικιλόδειρος.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
aux sons variés.
Étymologie: ποικίλος, γῆρυς.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόγηρυς: дор. ποικῐλόγᾱρυς, υος adj. разнообразно звучащий, многозвучный (φόρμιγξ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόγηρυς: Δωρ. -γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, πολλοὺς τόνους μουσικοὺς ἢ φθόγγους, ὁ ποικιλοτρόπως ἠχῶν, φόρμιγξ Πινδ. Ο. 3. 13˙ πρβλ. ποικιλόδειρος.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποικιλόγαρυς, -υος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που παράγει ποικιλότροπο ήχο, που παράγει πολλούς μουσικούς τόνους ή φθόγγους («φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + γῆρυς «φωνή» (πρβλ. μειλιχόγηρυς)].
Greek Monotonic
ποικῐλόγηρυς: Δωρ. -γᾱρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει ποικίλες φωνές, αυτός που έχει πολλούς μουσικούς τόνους, σε Πίνδ.
Middle Liddell
ποικῐλό-γηρυς, δοριξ ποικῐλό-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,
of varied voice, many-toned, Pind.