μειλιχόγηρυς

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλῐχόγηρυς Medium diacritics: μειλιχόγηρυς Low diacritics: μειλιχόγηρυς Capitals: ΜΕΙΛΙΧΟΓΗΡΥΣ
Transliteration A: meilichógērys Transliteration B: meilichogērys Transliteration C: meilichogirys Beta Code: meilixo/ghrus

English (LSJ)

υ, soft-voiced, γλῶσσα Tyrt.12.8.

German (Pape)

[Seite 116] heißt Adrast bei Tyrt. 3, 8, mit süßer, lieblicher Stimme.

French (Bailly abrégé)

υος (ὁ, ἡ)
à la voix douce de persuasion.
Étymologie: μείλιχος, γῆρυς.

Greek (Liddell-Scott)

μειλῐχόγηρυς: υ, γεν. -υος, ὁ μειλιχίαν ἐκπέμπων φωνήν, Τυρταῖ. 9. 8.

Greek Monolingual

μειλιχόγηρυς, -υ (Α)
αυτός που μιλάει ήρεμα, γλυκά, ευχάριστα ή καθησυχαστικά, γλυκομίλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. βροτόγηρυς, ποικιλόγηρυς)].

Greek Monotonic

μειλῐχόγηρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει απαλή φωνή, σε Τυρτ.

Middle Liddell

μειλῐχό-γηρυς, υ,
soft-voiced, Tyrtae.