πρωτόπαλος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protopalos | |Transliteration C=protopalos | ||
|Beta Code=prwto/palos | |Beta Code=prwto/palos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, a [[member]] of the <b class="b3">πρῶτος πᾶλος</b> (v. [[πᾶλος]] ''ΙΙ''), of a gladiator, π. σεκουτόρων D.C.72.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, a member of the πρῶτος πᾶλος (v. πᾶλος ΙΙ), of a gladiator, π. σεκουτόρων D.C.72.22.
German (Pape)
[Seite 805] ὁ, erster Ringer, D. Cass. 72, 22, zw.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόπᾰλος: ὁ, ὁ πρῶτος λαχὼν νὰ ἀγωνισθῇ μονομάχος, Δίων Κ. 72. 22· ἀντίθ. τῷ δευτερόπαλος, πρβλ. Böckh. εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2663 (σ. 457), ἀλλ᾿ ἴσως τὸ πρωτόπαλος πλημμελῶς ἐγράφη ἀντὶ πρωτόπιλος, ὁ, Λατ. primipilus.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μονομάχος που του έλαχε σε κλήρο να αγωνισθεί πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + πάλος «κλήρος»].