χειρόβιος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirovios
|Transliteration C=cheirovios
|Beta Code=xeiro/bios
|Beta Code=xeiro/bios
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[living by handiwork]], PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid.</span>
|Definition=χειρόβιον, [[living by handiwork]], PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που δεν έχει άλλους πόρους [[εκτός]] από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, [[βιοπαλαιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] «ζωή» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>βιος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που δεν έχει άλλους πόρους [[εκτός]] από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, [[βιοπαλαιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βίος]] «ζωή» ([[πρβλ]]. [[πολύβιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:31, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόβῐος Medium diacritics: χειρόβιος Low diacritics: χειρόβιος Capitals: ΧΕΙΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: cheiróbios Transliteration B: cheirobios Transliteration C: cheirovios Beta Code: xeiro/bios

English (LSJ)

χειρόβιον, living by handiwork, PEnteux. 82.7 (iii B.C.), Suid.

German (Pape)

[Seite 1345] von seiner Hände Arbeit lebend, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόβιος: -ον, ὁ ζῶν διὰ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ, «χειρόβιοι, οἱ ἐκ χειρῶν ζῶντες καὶ ταῖς τέχναις προσκαθήμενοι· λέγονται καὶ ἀποχειρόβιοι» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που δεν έχει άλλους πόρους εκτός από ό,τι κερδίζει δουλεύοντας με τα χέρια του, βιοπαλαιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βίος «ζωή» (πρβλ. πολύβιος)].