ἀνθρωπομάγειρος: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthropomageiros | |Transliteration C=anthropomageiros | ||
|Beta Code=a)nqrwpoma/geiros | |Beta Code=a)nqrwpoma/geiros | ||
|Definition=[ᾰγ], ὁ, | |Definition=[ᾰγ], ὁ, [[one who cooks human flesh]], Luc.''Asin.''6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[cocinero de carne humana]] Luc.<i>Asin</i>.6. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0234.png Seite 234]] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[cuisinier qui apprête la chair humaine]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[μάγειρος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθρωπομάγειρος:''' ὁ [[повар]], [[готовящий пищу из человеческого мяса]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρωπομάγειρος''': ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6. | |lstext='''ἀνθρωπομάγειρος''': ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνθρωπομάγειρος]], ο (Α)<br />αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη [[σάρκα]] (Λουκιανός). | |mltxt=[[ἀνθρωπομάγειρος]], ο (Α)<br />αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη [[σάρκα]] (Λουκιανός). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰγ], ὁ, one who cooks human flesh, Luc.Asin.6.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cocinero de carne humana Luc.Asin.6.
German (Pape)
[Seite 234] ὁ, der Menschenfleisch zurichtet, Menschenkoch, Luc. Asin. 6.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cuisinier qui apprête la chair humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μάγειρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπομάγειρος: ὁ повар, готовящий пищу из человеческого мяса Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπομάγειρος: ὁ, ἡ, ὁ γινώσκων νὰ μαγειρεύῃ τὸν ἄνθρωπον, μεταφ. νὰ τοῦ καίῃ τὴν καρδίαν, νὰ τὸν καταγοητεύῃ, τί γελᾷς; ἀκριβῆ βλέπεις ἀνθρωπομάγειρον Λουκ. Ὄνος 6.
Greek Monolingual
ἀνθρωπομάγειρος, ο (Α)
αυτός που μαγειρεύει ανθρώπινη σάρκα (Λουκιανός).