ἀπομειουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apomeiourizo
|Transliteration C=apomeiourizo
|Beta Code=a)pomeiouri/zw
|Beta Code=a)pomeiouri/zw
|Definition=or ἀπομειουρ-μυουρίζω, (μείουρος) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[make to taper off to a point]], <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>2.13</span>; of a root, Herod.Med. ap. <span class="bibl">Orib.8.4.3</span>.</span>
|Definition=or [[ἀπομυουρίζω]], ([[μείουρος]]) [[make to taper off to a point]], Nicom.''Ar.''2.13; of a root, Herod.Med. ap. Orib.8.4.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀπομυουρίζω Herod.Med. en Orib.8.4.3<br />[[rematar]], [[terminar en punta]] ἕως ἂν ἡ μονὰς ... ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Nicom.<i>Ar</i>.2.13, de la raíz de una planta πρὸς δὲ τῷ τέλει ἀπομυουρίζων Herod.Med.l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομειουρίζω''': ([[μείουρος]]) ἀποτελειώνω τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125.
|lstext='''ἀπομειουρίζω''': ([[μείουρος]]) ἀποτελειώνω τι [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. ἀπομυουρίζω Herod.Med. en Orib.8.4.3<br />[[rematar]], [[terminar en punta]] ἕως ἂν ἡ μονὰς ... ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Nicom.<i>Ar</i>.2.13, de la raíz de una planta πρὸς δὲ τῷ τέλει ἀπομυουρίζων Herod.Med.l.c.
}}
}}

Latest revision as of 11:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομειουρίζω Medium diacritics: ἀπομειουρίζω Low diacritics: απομειουρίζω Capitals: ΑΠΟΜΕΙΟΥΡΙΖΩ
Transliteration A: apomeiourízō Transliteration B: apomeiourizō Transliteration C: apomeiourizo Beta Code: a)pomeiouri/zw

English (LSJ)

or ἀπομυουρίζω, (μείουρος) make to taper off to a point, Nicom.Ar.2.13; of a root, Herod.Med. ap. Orib.8.4.3.

Spanish (DGE)

• Grafía: graf. ἀπομυουρίζω Herod.Med. en Orib.8.4.3
rematar, terminar en punta ἕως ἂν ἡ μονὰς ... ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Nicom.Ar.2.13, de la raíz de una planta πρὸς δὲ τῷ τέλει ἀπομυουρίζων Herod.Med.l.c.

German (Pape)

[Seite 314] abstumpfen, Nicom. arithm.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομειουρίζω: (μείουρος) ἀποτελειώνω τι οὕτως ὥστε νὰ καταλήγῃ εἰς ὀξύ, ὡς ἡ μονὰς ἀπομειουρίσῃ τὴν τελείωσιν τῆς πυραμίδος Νικομάχ. Ἀριθμ. 125.