ἐντερικός: Difference between revisions

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enterikos
|Transliteration C=enterikos
|Beta Code=e)nteriko/s
|Beta Code=e)nteriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[intestinal]], ἀποφυάδες <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>675a17</span>.</span>
|Definition=ἐντερική, ἐντερικόν, [[intestinal]], ἀποφυάδες [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''675a17.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />anat. [[intestinal]] ἀποφυὰς ἐντερική apéndice intestinal</i> Arist.<i>PA</i> 675<sup>a</sup>18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντερικός:''' [[кишечный]] (ἀποφυάδες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐντερικός''': -ή, -όν, ὁ τῶν ἐντέρων, εἰς τὰ ἔντερα ἀνήκων, ἀποφυάδες ἐντερικαὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 4.
|lstext='''ἐντερικός''': -ή, -όν, ὁ τῶν ἐντέρων, εἰς τὰ ἔντερα ἀνήκων, ἀποφυάδες ἐντερικαὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />anat. [[intestinal]] ἀποφυὰς ἐντερική apéndice intestinal</i> Arist.<i>PA</i> 675<sup>a</sup>18.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντερικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική [[πάθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) <i>τὰ ἐντερικά</i><br />ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντερικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική [[πάθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) <i>τὰ ἐντερικά</i><br />ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντερικός:''' кишечный (ἀποφυάδες Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντερικός Medium diacritics: ἐντερικός Low diacritics: εντερικός Capitals: ΕΝΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: enterikós Transliteration B: enterikos Transliteration C: enterikos Beta Code: e)nteriko/s

English (LSJ)

ἐντερική, ἐντερικόν, intestinal, ἀποφυάδες Arist.PA675a17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
anat. intestinal ἀποφυὰς ἐντερική apéndice intestinal Arist.PA 675a18.

German (Pape)

[Seite 855] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἐντερικός: кишечный (ἀποφυάδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντερικός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἐντέρων, εἰς τὰ ἔντερα ἀνήκων, ἀποφυάδες ἐντερικαὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐντερικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά
ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.