ἐπιμιξία: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epimiksia
|Transliteration C=epimiksia
|Beta Code=e)pimici/a
|Beta Code=e)pimici/a
|Definition=ἐπί-μιξις, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἐπι-μειξία]], [[-μειξις]].</span>
|Definition=[[ἐπίμιξις]], v. [[ἐπιμειξία]], [[ἐπίμειξις]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0963.png Seite 963]] ἡ, die Vermischung, bes. der Verkehr der Menschen unter einander, πρὸς τοὺς Τεγεήτας Her. 1, 68; ἐπιμιξίας οὔσης παρ' ἀλλήλους Thuc. 5, 78; ἡ [[πόλεων]] [[ἐπιμιξία]] πόλεσιν Plat. Legg. XII, 949 e; ἐπιμιξίᾳ χρωμένων τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Xen. Hell. 5, 1, 1, die Aegineten standen im Verkehr mit den Ath.; Pol. 16, 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0963.png Seite 963]] ἡ, die [[Vermischung]], bes. der Verkehr der Menschen unter einander, πρὸς τοὺς Τεγεήτας Her. 1, 68; ἐπιμιξίας οὔσης παρ' ἀλλήλους Thuc. 5, 78; ἡ [[πόλεων]] [[ἐπιμιξία]] πόλεσιν Plat. Legg. XII, 949 e; ἐπιμιξίᾳ χρωμένων τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Xen. Hell. 5, 1, 1, die Aegineten standen im Verkehr mit den Ath.; Pol. 16, 29.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[mélange]], [[relations]], [[commerce réciproque]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμίγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμιξία:''' ἡ досл. [[смешение]], [[перемешивание]], перен. [[сношение]], [[общение]], [[связь]] (τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις Thuc.; πρός τινας Her., Plut.): ἐπιμιξίας οὔσης παρ᾽ ἀλλήλους Thuc. так как они находились во взаимной связи; ἡ [[πόλεων]] ἐ. πόλεσιν Plat. сношения между государствами.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμιξία''': Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι μετ’ ἄλλων, συγκοινωνία, [[σχέσις]] ἐμπορικὴ ἢ ἄλλη, Λατ. commercium, ἐούσης ἐπιμιξίης πρὸς τοὺς Τεγεήτας Ἡρόδ. 1. 68· ἐπιμιξίᾳ χρῆσθαι [[πρός]]… Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 1· ἐπιμιξίας οὔσης παρ’ ἀλλήλους Θουκ. 5. 78· ἐπιμιξίαι ἦσαν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις [[αὐτόθι]] 35· ἡ [[πόλεων]] ἐπ. πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 949Ε· κατ’ ἐπιμιξίαν τοῖς ἄλλοις, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἰδίᾳ]], Διογ. Λ. 10. 2.
|lstext='''ἐπιμιξία''': Ἰων. [[ἐπιμιξίη]], ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι μετ’ ἄλλων, συγκοινωνία, [[σχέσις]] ἐμπορικὴ ἢ ἄλλη, Λατ. commercium, ἐούσης ἐπιμιξίης πρὸς τοὺς Τεγεήτας Ἡρόδ. 1. 68· ἐπιμιξίᾳ χρῆσθαι [[πρός]]… Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 1· ἐπιμιξίας οὔσης παρ’ ἀλλήλους Θουκ. 5. 78· ἐπιμιξίαι ἦσαν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις [[αὐτόθι]] 35· ἡ [[πόλεων]] ἐπ. πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 949Ε· κατ’ ἐπιμιξίαν τοῖς ἄλλοις, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἰδίᾳ]], Διογ. Λ. 10. 2.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mélange, relations, commerce réciproque.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμίγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπιμιξία]] και [[ἐπιμειξία]]<br />Α και ἐπιμιξίη) [[επίμικτος]]<br />η [[διασταύρωση]] δύο ομάδων, φυλών ή λαών με [[επιγαμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνική]] [[αναπαραγωγή]] ζώων με την [[ένωση]] δύο αναπαραγωγέων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επικοινωνία]], [[συνάφεια]], [[σχέση]] ανθρώπων («ἐπιμιξίαι μὲν [[ἦσαν]] τοῑς Ἀθηναῑοις καὶ Πελοποννησίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> σαρκική [[επαφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για στοιχεία) [[συνδυασμός]], [[ένωση]].
|mltxt=η (AM [[ἐπιμιξία]] και [[ἐπιμειξία]]<br />Α και ἐπιμιξίη) [[επίμικτος]]<br />η [[διασταύρωση]] δύο ομάδων, φυλών ή λαών με [[επιγαμία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[τεχνική]] [[αναπαραγωγή]] ζώων με την [[ένωση]] δύο αναπαραγωγέων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επικοινωνία]], [[συνάφεια]], [[σχέση]] ανθρώπων («ἐπιμιξίαι μὲν [[ἦσαν]] τοῖς Ἀθηναῖοις καὶ Πελοποννησίοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> σαρκική [[επαφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για στοιχεία) [[συνδυασμός]], [[ένωση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμιξία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἐπιμίγνυμι]]), ανάμειξη με άλλους, [[συναλλαγή]], εμπορικές σχέσεις, Λατ. [[commercium]], [[πρός]] τινας, σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>παρ' ἀλλήλους</i>, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐπιμιξία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἐπιμίγνυμι]]), ανάμειξη με άλλους, [[συναλλαγή]], εμπορικές σχέσεις, Λατ. [[commercium]], [[πρός]] τινας, σε Ηρόδ., Ξεν.· <i>παρ' ἀλλήλους</i>, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμιξία:''' ἡ досл. смешение, перемешивание, перен. сношение, общение, связь (τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις Thuc.; πρός τινας Her., Plut.): ἐπιμιξίας οὔσης παρ᾽ ἀλλήλους Thuc. так как они находились во взаимной связи; ἡ [[πόλεων]] ἐ. πόλεσιν Plat. сношения между государствами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 08:03, 30 March 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμιξία Medium diacritics: ἐπιμιξία Low diacritics: επιμιξία Capitals: ΕΠΙΜΙΞΙΑ
Transliteration A: epimixía Transliteration B: epimixia Transliteration C: epimiksia Beta Code: e)pimici/a

English (LSJ)

ἐπίμιξις, v. ἐπιμειξία, ἐπίμειξις.

German (Pape)

[Seite 963] ἡ, die Vermischung, bes. der Verkehr der Menschen unter einander, πρὸς τοὺς Τεγεήτας Her. 1, 68; ἐπιμιξίας οὔσης παρ' ἀλλήλους Thuc. 5, 78; ἡ πόλεων ἐπιμιξία πόλεσιν Plat. Legg. XII, 949 e; ἐπιμιξίᾳ χρωμένων τῶν Αἰγινητῶν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Xen. Hell. 5, 1, 1, die Aegineten standen im Verkehr mit den Ath.; Pol. 16, 29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mélange, relations, commerce réciproque.
Étymologie: ἐπιμίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμιξία: ἡ досл. смешение, перемешивание, перен. сношение, общение, связь (τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις Thuc.; πρός τινας Her., Plut.): ἐπιμιξίας οὔσης παρ᾽ ἀλλήλους Thuc. так как они находились во взаимной связи; ἡ πόλεων ἐ. πόλεσιν Plat. сношения между государствами.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμιξία: Ἰων. ἐπιμιξίη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι μετ’ ἄλλων, συγκοινωνία, σχέσις ἐμπορικὴ ἢ ἄλλη, Λατ. commercium, ἐούσης ἐπιμιξίης πρὸς τοὺς Τεγεήτας Ἡρόδ. 1. 68· ἐπιμιξίᾳ χρῆσθαι πρός… Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 1· ἐπιμιξίας οὔσης παρ’ ἀλλήλους Θουκ. 5. 78· ἐπιμιξίαι ἦσαν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ Πελοποννησίοις αὐτόθι 35· ἡ πόλεων ἐπ. πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 949Ε· κατ’ ἐπιμιξίαν τοῖς ἄλλοις, ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλων, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἰδίᾳ, Διογ. Λ. 10. 2.

Greek Monolingual

η (AM ἐπιμιξία και ἐπιμειξία
Α και ἐπιμιξίη) επίμικτος
η διασταύρωση δύο ομάδων, φυλών ή λαών με επιγαμία
νεοελλ.
τεχνική αναπαραγωγή ζώων με την ένωση δύο αναπαραγωγέων που δεν ανήκουν σε γνήσιες γενιές
αρχ.-μσν.
1. επικοινωνία, συνάφεια, σχέση ανθρώπων («ἐπιμιξίαι μὲν ἦσαν τοῖς Ἀθηναῖοις καὶ Πελοποννησίοις», Θουκ.)
2. σαρκική επαφή
αρχ.
(για στοιχεία) συνδυασμός, ένωση.

Greek Monotonic

ἐπιμιξία: Ιων. -ίη, ἡ (ἐπιμίγνυμι), ανάμειξη με άλλους, συναλλαγή, εμπορικές σχέσεις, Λατ. commercium, πρός τινας, σε Ηρόδ., Ξεν.· παρ' ἀλλήλους, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπιμιξία, ἡ, ἐπιμίγνυμι
a mixing with others, intercourse, dealings, Lat. commercium, πρός τινας Hdt., Xen.; παρ' ἀλλήλους Thuc.

English (Woodhouse)

dealings, intercourse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)