ἱεροψάλτης: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ieropsaltis
|Transliteration C=ieropsaltis
|Beta Code=i(eroya/lths
|Beta Code=i(eroya/lths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[singer in the temple]], <span class="bibl">LXX <span class="title">1 Es.</span>1.15</span>, al., <span class="title">OGI</span>737.16 (Egypt, ii B.C.), Antioch. ap. <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.3.3</span>.</span>
|Definition=ἱεροψάλτου, ὁ, [[singer in the temple]], [[LXX]] ''1 Es.''1.15, al., ''OGI''737.16 (Egypt, ii B.C.), Antioch. ap. J.''AJ''12.3.3.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱεροψάλτης]])<br />αυτός που ψάλλει τους ιερούς ύμνους στον ναό, ο [[ψάλτης]] της εκκλησίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ιερός]] [[ψαλμωδός]] («[[ἱεροψάλτης]] Δαβίδ», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br />εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] που καθιερώθηκε από τον 4ο μ. Χ. αιώνα και δινόταν με [[χειροθεσία]] σε ορισμένους χριστιανούς οι οποίοι έψαλλαν τους εκκλησιαστικούς ύμνους σε όλες τις ιερές ακολουθίες.
|mltxt=ο (ΑΜ [[ἱεροψάλτης]])<br />αυτός που ψάλλει τους ιερούς ύμνους στον ναό, ο [[ψάλτης]] της εκκλησίας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ιερός]] [[ψαλμωδός]] («[[ἱεροψάλτης]] Δαβίδ», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br />εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] που καθιερώθηκε από τον 4ο μ. Χ. αιώνα και δινόταν με [[χειροθεσία]] σε ορισμένους χριστιανούς οι οποίοι έψαλλαν τους εκκλησιαστικούς ύμνους σε όλες τις ιερές ακολουθίες.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der heilige [[Sänger]]</i>, Jos., K.S.
}}
}}

Latest revision as of 11:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροψάλτης Medium diacritics: ἱεροψάλτης Low diacritics: ιεροψάλτης Capitals: ΙΕΡΟΨΑΛΤΗΣ
Transliteration A: hieropsáltēs Transliteration B: hieropsaltēs Transliteration C: ieropsaltis Beta Code: i(eroya/lths

English (LSJ)

ἱεροψάλτου, ὁ, singer in the temple, LXX 1 Es.1.15, al., OGI737.16 (Egypt, ii B.C.), Antioch. ap. J.AJ12.3.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροψάλτης: -ου, ὁ, ὁ ἱερὸς ψαλμῳδός, ἱεροψάλτης Δαβίδ Βασίλ. τόμ. 2. σ. 72, Ἰώσηπος ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 3, 3. 2) ὁ ἐν τοῖς ναοῖς τῶν Χριστ. ψάλλων, ὁ ἱεροψάλτης μοναχὸς Εὐσταθ. Πονημάτ. 323, 94.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἱεροψάλτης)
αυτός που ψάλλει τους ιερούς ύμνους στον ναό, ο ψάλτης της εκκλησίας
μσν.-αρχ.
ο ιερός ψαλμωδόςἱεροψάλτης Δαβίδ», Βασ.)
αρχ.
εκκλησιαστικό αξίωμα που καθιερώθηκε από τον 4ο μ. Χ. αιώνα και δινόταν με χειροθεσία σε ορισμένους χριστιανούς οι οποίοι έψαλλαν τους εκκλησιαστικούς ύμνους σε όλες τις ιερές ακολουθίες.

German (Pape)

ὁ, der heilige Sänger, Jos., K.S.