χειροθεσία
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
ἡ, application by hand, of an instrument, Artemo Hist. ap. Ath.14.637c.
German (Pape)
[Seite 1345] ἡ, das Handanlegen, Behandeln, Artemon bei Ath. XIV, 637 c.
Greek (Liddell-Scott)
χειροθεσία: ἡ, μεταχείρησις, χειρισμός, περὶ τοῦ μουσικοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου τρίποδος, Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637C. II. ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ, ἡ ἐπίθεσις τῶν χειρῶν, Κλήμ. Ἀλεξ. Ι, 261C, Εὐσέβ. ΙΙ. 1213 (Tertull I, 1207). 2) = χειροτονία, Εὐσέβ. ΙΙ, 576C, κλπ. 3) γραφὴ τῆς χειρός, ὑπογραφή, Νικήτ. Παφλ. 567Α. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παράτηρ. σ. 503.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ χειροθετῶ
εκκλ. επίκληση της θείας χάρης με επίθεση τών χεριών στο κεφάλι πιστού («εἰς χειροθεσίαν εὐλογίας», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.-μσν.
(καν. δίκ.) εκκλησιαστική πράξη η οποία τελείται με την επίθεση τών χειρών του επισκόπου, έξω από το ιερό βήμα, στην κεφαλή πιστού, για την ένταξή του σε ένα από τα αξιώματα του κατώτερου κλήρου, όπως είναι αυτά του υποδιακόνου, του αναγνώστη ή του ψάλτη, ή σε άλλη εκκλησιαστική διακονία
μσν.
το να υπογράφει κανείς κάτι, το να βάζει ιδιόχειρη υπογραφή
αρχ.
χειρισμός.