ψαλμῳδός
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ὁ, psalmist, LXX Si.47.9 cod.Sin., 50.18.
German (Pape)
[Seite 1391] Psalmen, Loblieder singend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψαλμῳδός: ὁ, ὁ ποιητὴς ψαλμῶν, Κλήμ. Ἀλεξ. 289, Εὐστ. Ἀπόδειξις Εὐαγγ. 61Α, κτλ.
Greek Monolingual
ο / ψαλμωδός, ΝΜΑ
συνθέτης ψαλμών, υμνογράφος
νεοελλ.
άτομο που ψάλλει εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλμός + -ωδός (< ὠδή) πρβλ. τραγωδός].