ἴσαν: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=isan
|Transliteration C=isan
|Beta Code=i)/san
|Beta Code=i)/san
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[they went]], 3pl. impf. Ep. of [[εἶμι]] ([[ibo]]), Hom. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[they knew]], 3pl. plpf. Ep. of [[οἶδα]], <span class="bibl">Il.18.405</span>, <span class="bibl">Od.4.772</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[they went]], 3pl. impf. Ep. of [[εἶμι]] ([[ibo]]), Hom.<br><span class="bld">II</span> [[they knew]], 3pl. plpf. Ep. of [[οἶδα]], Il.18.405, Od.4.772.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. épq. impf. de</i> [[εἶμι]];<br /><i>3ᵉ pl. épq. impf. de</i> [[ἴσημι]], savoir;<br /><i>3ᵉ pl. pqp. épq. de</i> [[οἶδα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴσαν:'''<br /><b class="num">I</b> эп. 3 л. pl. impf. к [[εἶμι]].<br /><b class="num">II</b> эп. 3 л. pl. ppf. к [[οἶδα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἴσαν''': ἐπορεύοντο, ἀπήρχοντο· γ΄πληθ. παρατ. Ἐπικ. τοῦ [[εἶμι]]. Ὅμ. ἐν Ἰλ. Α. 494, κ. ἀλλ. ΙΙ. ᾔδεσαν, ἐγίγνωσκον, γ΄πληθ. ὑπερσ. Ἐπικ. τοῦ [[οἶδα]], ἀλλὰ [[Θέτις]] τε καὶ Εὐρυνόμη [[ἴσαν]] Ἰλ. Σ. 405, Ὀδ. Δ. 772.
|lstext='''ἴσαν''': ἐπορεύοντο, ἀπήρχοντο· γ΄πληθ. παρατ. Ἐπικ. τοῦ [[εἶμι]]. Ὅμ. ἐν Ἰλ. Α. 494, κ. ἀλλ. ΙΙ. ᾔδεσαν, ἐγίγνωσκον, γ΄πληθ. ὑπερσ. Ἐπικ. τοῦ [[οἶδα]], ἀλλὰ [[Θέτις]] τε καὶ Εὐρυνόμη [[ἴσαν]] Ἰλ. Σ. 405, Ὀδ. Δ. 772.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl. épq. impf. de</i> [[εἶμι]];<br /><i>3ᵉ pl. épq. impf. de</i> [[ἴσημι]], savoir;<br /><i>3ᵉ pl. pqp. épq. de</i> [[οἶδα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἴσαν:'''<b class="num">I.</b> πορεύονταν, απέρχονταν, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του [[εἶμι]] ([[ibo]])·<br /><b class="num">II.</b> γνώριζαν, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]].
|lsmtext='''ἴσαν:'''<b class="num">I.</b> πορεύονταν, απέρχονταν, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του [[εἶμι]] ([[ibo]])·<br /><b class="num">II.</b> γνώριζαν, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. του [[οἶδα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἴσαν:'''<br /><b class="num">I</b> эп. 3 л. pl. impf. к [[εἶμι]].<br /><b class="num">II</b> эп. 3 л. pl. ppf. к [[οἶδα]].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴσαν Medium diacritics: ἴσαν Low diacritics: ίσαν Capitals: ΙΣΑΝ
Transliteration A: ísan Transliteration B: isan Transliteration C: isan Beta Code: i)/san

English (LSJ)

A they went, 3pl. impf. Ep. of εἶμι (ibo), Hom.
II they knew, 3pl. plpf. Ep. of οἶδα, Il.18.405, Od.4.772.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. épq. impf. de εἶμι;
3ᵉ pl. épq. impf. de ἴσημι, savoir;
3ᵉ pl. pqp. épq. de οἶδα.

Russian (Dvoretsky)

ἴσαν:
I эп. 3 л. pl. impf. к εἶμι.
II эп. 3 л. pl. ppf. к οἶδα.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσαν: ἐπορεύοντο, ἀπήρχοντο· γ΄πληθ. παρατ. Ἐπικ. τοῦ εἶμι. Ὅμ. ἐν Ἰλ. Α. 494, κ. ἀλλ. ΙΙ. ᾔδεσαν, ἐγίγνωσκον, γ΄πληθ. ὑπερσ. Ἐπικ. τοῦ οἶδα, ἀλλὰ Θέτις τε καὶ Εὐρυνόμη ἴσαν Ἰλ. Σ. 405, Ὀδ. Δ. 772.

English (Autenrieth)

see (1) εἶμι.—(2) εἴδω (Il.).

Greek Monolingual

(I)
ἴσαν (Α)
(επικ. τ. του γ' πληθ. προσ. παρατ. του εἶμί, αντί ᾔεσαν ή ᾖσαν) πορεύονταν, απέρχονταν, έφευγαν.
(II)
ἴσαν (Α)
(επικ. τ. του γ' πληθ. προσ. του υπερσυντ. του οἶδα, αντί ἤδεσαν) γνώριζαν («ἀλλὰ Θέτις τε καὶ Εὐρυνόμη ἴσαν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἴσαν:I. πορεύονταν, απέρχονταν, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. του εἶμι (ibo
II. γνώριζαν, Επικ. γʹ πληθ. υπερσ. του οἶδα.