αἰκιστικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - " " to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aikistikos | |Transliteration C=aikistikos | ||
|Beta Code=ai)kistiko/s | |Beta Code=ai)kistiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=αἰκιστική, αἰκιστικόν, [[prone to outrage]], only in Adv. [[αἰκιστικῶς]] Sch.Il.22.336, Poll.8.75, etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[ultrajante]], [[ignominioso]] Apollon.<i>Lex</i>.109, como glosa a [[ἀϊκής]] <i>Epim.Hom.Il</i>.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[violenta]], [[ultrajantemente]] Poll.8.76, Sch.Er.<i>Il</i>.22.336. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰκιστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο [[εἶναι]] γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. [[αἰκίστρια]], ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336. | |lstext='''αἰκιστικός''': -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο [[εἶναι]] γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. [[αἰκίστρια]], ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{pape | ||
| | |ptext=<i>zum [[Mißhandeln]] [[geneigt]]</i>, Poll. 8.75. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:25, 25 August 2023
English (LSJ)
αἰκιστική, αἰκιστικόν, prone to outrage, only in Adv. αἰκιστικῶς Sch.Il.22.336, Poll.8.75, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 ultrajante, ignominioso Apollon.Lex.109, como glosa a ἀϊκής Epim.Hom.Il.p.306, junto a ὑβριστικός Poll.8.75.
2 adv. -ῶς violenta, ultrajantemente Poll.8.76, Sch.Er.Il.22.336.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκιστικός: -ή, -όν, ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ αἰκίζειν· τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἶναι γνωστὸν ἐξ ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. 22. 336, Πολυδ. 8. 75· καὶ παρ’ ἄλλοις Γραμμ: - θηλ. αἰκίστρια, ἡ, (ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. αἰκιστής). Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Σχολ. Ἑνετ. Β. Ἰλ. Χ. 336.
German (Pape)
zum Mißhandeln geneigt, Poll. 8.75.