γενεσιακός: Difference between revisions
From LSJ
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them
m (Text replacement - " " to "") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=genesiakos | |Transliteration C=genesiakos | ||
|Beta Code=genesiako/s | |Beta Code=genesiako/s | ||
|Definition= | |Definition=γενεσιακή, γενεσιακόν, = [[γενεθλιακός]], [[ἡμέρα]] Vett.Val.19.27. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:54, 25 August 2023
English (LSJ)
γενεσιακή, γενεσιακόν, = γενεθλιακός, ἡμέρα Vett.Val.19.27.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
del nacimiento ἡμέρα Vett.Val.19.1, ὥρα Vett.Val.21.23, μοῖρα Vett.Val.28.15
•subst. τὸ γ. cumpleaños, BGU 1843.12 (I a.C.).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γενεσιακός, -ή, -όν) γένεσις
1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία του κόσμου («γενεσιακές θεωρίες»)
2. αυτός που έχει σχέση με τη Γένεση της ΠΔ («γενεσιακαὶ ἡμέραι τῆς Δημιουργίας»)
αρχ.
ο σχετικός με τη γέννηση κάποιου, ο γενεθλιακός.