αιδοίο: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α αἰδοῑον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ αἰδοῑα</i><br />τα γεννητικά όργανα του άνδρα ή της γυναίκας<br /><b>2.</b> <i>αἰδοῑον θαλάσσιον</i><br />[[είδος]] θαλάσσιου ζώου, πιθ. το λατ. <i>pennatula</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. του επιθ. <i>αἰδοῑος</i> που χρησιμοποιήθηκε ως ουσ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιδοιικός]], <b>αρχ.</b> [[αἰδοιώδης]], <b>νεοελλ.</b> [[αιδοιίτιδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰδοιολείκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αιδοιογραφία</i>, <i>αιδοιοδυνία</i>, [[αιδοιοκολπικός]], <i>αιδοιολογία</i>].
|mltxt=το (Α [[αἰδοῖον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ αἰδοῖα</i><br />τα γεννητικά όργανα του άνδρα ή της γυναίκας<br /><b>2.</b> <i>αἰδοῖον θαλάσσιον</i><br />[[είδος]] θαλάσσιου ζώου, πιθ. το λατ. [[pennatula]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. του επιθ. [[αἰδοῖος]] που χρησιμοποιήθηκε ως ουσ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιδοιικός]], <b>αρχ.</b> [[αἰδοιώδης]], <b>νεοελλ.</b> [[αιδοιίτιδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰδοιολείκτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιδοιογραφία]], [[αιδοιοδυνία]], [[αιδοιοκολπικός]], [[αιδοιολογία]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 11 January 2022

Greek Monolingual

το (Α αἰδοῖον)
νεοελλ.
το σύνολο τών εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας
αρχ.
1. συν. στον πληθ. τὰ αἰδοῖα
τα γεννητικά όργανα του άνδρα ή της γυναίκας
2. αἰδοῖον θαλάσσιον
είδος θαλάσσιου ζώου, πιθ. το λατ. pennatula.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ουδ. του επιθ. αἰδοῖος που χρησιμοποιήθηκε ως ουσ.
ΠΑΡ. αιδοιικός, αρχ. αἰδοιώδης, νεοελλ. αιδοιίτιδα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰδοιολείκτης
νεοελλ.
αιδοιογραφία, αιδοιοδυνία, αιδοιοκολπικός, αιδοιολογία].