κμέλεθρον: Difference between revisions
From LSJ
Οὐ παύσεσθε, εἶπεν, ἡμῖν ὑπεζωσμένοις ξίφη νόμους ἀναγινώσκοντες; → What! will you never cease prating of laws to us that have swords by our sides? | Stop quoting the laws to us. We carry swords.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kmelethron | |Transliteration C=kmelethron | ||
|Beta Code=kme/leqron | |Beta Code=kme/leqron | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[beam]], Pamphil. ap. ''EM''521.34 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:25, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, beam, Pamphil. ap. EM521.34 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1459] τό, nach Pamphilus in E. M. p. 521, 28 = μέλαθρον.
Greek (Liddell-Scott)
κμέλεθρον: τό, δοκός, Πάμφιλος ἐν Ἐτυμολ. Μέγ. 521. 27· ἴδε Κούρτ. Gr. Et. n˚ 31α.
Greek Monolingual
κμέλεθρον, τὸ (Α)
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εντυπωσιακή η μορφική και σημασιολογική ομοιότητα με το μέλαθρον, η οποία όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ετυμολογική συγγένεια. Κατά μία άποψη, κμέλεθρον < κμέρεθρον με ανομοίωση, οπότε η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. kmarati «είμαι κεκαμμένος»].