λαγόφθαλμος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lagofthalmos
|Transliteration C=lagofthalmos
|Beta Code=lago/fqalmos
|Beta Code=lago/fqalmos
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[λαγώφθαλμος]], <span class="title">PMed.Strassb.</span>p.6K.</span>
|Definition== [[λαγώφθαλμος]], ''PMed.Strassb.''p.6K.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[λαγώφθαλμος]], -η, -ο (Α [[λαγώφθαλμος]] και [[λαγόφθαλμος]] και [[λαγωόφθαλμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[λαγοφθαλμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ελαττωματικό το άνω [[βλέφαρο]] και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό του οφθαλμού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λαγώφθαλμον</i><br />η [[κατάσταση]] αυτή τών ματιών, η [[λαγοφθαλμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λυκ</i>-<i>όφθαλμος</i>, <i>μον</i>-<i>όφθαλμος</i>)].
|mltxt=και [[λαγώφθαλμος]], -η, -ο (Α [[λαγώφθαλμος]] και [[λαγόφθαλμος]] και [[λαγωόφθαλμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[λαγοφθαλμία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει ελαττωματικό το άνω [[βλέφαρο]] και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό του οφθαλμού<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λαγώφθαλμον</i><br />η [[κατάσταση]] αυτή τών ματιών, η [[λαγοφθαλμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγός]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]] ([[πρβλ]]. [[λυκόφθαλμος]], [[μονόφθαλμος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:28, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγόφθαλμος Medium diacritics: λαγόφθαλμος Low diacritics: λαγόφθαλμος Capitals: ΛΑΓΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: lagóphthalmos Transliteration B: lagophthalmos Transliteration C: lagofthalmos Beta Code: lago/fqalmos

English (LSJ)

= λαγώφθαλμος, PMed.Strassb.p.6K.

Greek Monolingual

και λαγώφθαλμος, -η, -ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία
αρχ.
1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό του οφθαλμού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαγώφθαλμον
η κατάσταση αυτή τών ματιών, η λαγοφθαλμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + ὀφθαλμός (πρβλ. λυκόφθαλμος, μονόφθαλμος)].