μηλόμελι: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=milomeli
|Transliteration C=milomeli
|Beta Code=mhlo/meli
|Beta Code=mhlo/meli
|Definition=ιτος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[honey flavoured with quince]], Dsc.5.21, Colum.12.47, <span class="bibl">Artem. 1.60</span>.</span>
|Definition=ιτος, τό, [[honey flavoured with quince]], Dsc.5.21, Colum.12.47, Artem. 1.60.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλόμελι]], -ιτος, το (Α)<br />[[μέλι]] που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυδωνό</i>-<i>μελι</i>, <i>υδρό</i>-<i>μελι</i>)].
|mltxt=[[μηλόμελι]], -ιτος, το (Α)<br />[[μέλι]] που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως [[ποτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[μέλι]] ([[πρβλ]]. [[κυδωνόμελι]], [[υδρόμελι]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλόμελι Medium diacritics: μηλόμελι Low diacritics: μηλόμελι Capitals: ΜΗΛΟΜΕΛΙ
Transliteration A: mēlómeli Transliteration B: mēlomeli Transliteration C: milomeli Beta Code: mhlo/meli

English (LSJ)

ιτος, τό, honey flavoured with quince, Dsc.5.21, Colum.12.47, Artem. 1.60.

German (Pape)

[Seite 173] ιτος, τό, Quittenhonig, Diosc., sonst κυδωνόμελι.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόμελι: -ιτος, τό, μέλι παρεσκευασμένον διὰ κυδωνίων, Διοσκ. 5. 39.

Greek Monolingual

μηλόμελι, -ιτος, το (Α)
μέλι που παρασκευαζόταν από μήλα ή κυδώνια και χρησίμευε ως ποτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + μέλι (πρβλ. κυδωνόμελι, υδρόμελι)].