μυρμηκώεις: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myrmikoeis
|Transliteration C=myrmikoeis
|Beta Code=murmhkw/eis
|Beta Code=murmhkw/eis
|Definition=εσσα, εν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[full of warts]], κάρηνα <span class="bibl">Marc.Sid.97</span>.</span>
|Definition=μυρμηκώεσσα, μυρμηκώεν, [[full of warts]], κάρηνα Marc.Sid.97.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρμηκώεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> με [[έκταση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- για μετρικούς λόγους (<b>πρβλ.</b> <i>μελισσ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[μυρμηκώεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρμηξ]], -<i>ηκος</i> «[[μυρμήγκι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>όεις</i> με [[έκταση]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- για μετρικούς λόγους ([[πρβλ]]. [[μελισσόεις]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκώεις Medium diacritics: μυρμηκώεις Low diacritics: μυρμηκώεις Capitals: ΜΥΡΜΗΚΩΕΙΣ
Transliteration A: myrmēkṓeis Transliteration B: myrmēkōeis Transliteration C: myrmikoeis Beta Code: murmhkw/eis

English (LSJ)

μυρμηκώεσσα, μυρμηκώεν, full of warts, κάρηνα Marc.Sid.97.

German (Pape)

[Seite 220] εσσα, εν, voll Warzen, Marcell. Sid.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκώεις: εσσα, εν, διαφ. γραφ. ἀντὶ μυρμηκώδης παρὰ Μαρκ. Σιδ., ἴδε μυρμηκώδης.

Greek Monolingual

μυρμηκώεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος «μυρμήγκι» + κατάλ. -όεις με έκταση του -ο- σε -ω- για μετρικούς λόγους (πρβλ. μελισσόεις)].