πολύκομπος: Difference between revisions
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πολῠ́κομπος | ||
|Medium diacritics=πολύκομπος | |Medium diacritics=πολύκομπος | ||
|Low diacritics=πολύκομπος | |Low diacritics=πολύκομπος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=polykompos | |Transliteration C=polykompos | ||
|Beta Code=polu/kompos | |Beta Code=polu/kompos | ||
|Definition= | |Definition=πολύκομπον, [[loud-sounding]], [[αὐλός]] [[varia lectio|v.l.]] in Poll.4.67. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί [[δυνατά]] («[[πολύκομπος]] [[αὐλός]]», <b>Πολυδ.</b>) | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί [[δυνατά]] («[[πολύκομπος]] [[αὐλός]]», <b>Πολυδ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[ήχος]], [[κρότος]]»].<br /> <b>(II)</b><br />-ον, Μ<br />αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κομπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] [Ι] «[[κομπασμός]]»), [[πρβλ]]. [[ματαιόκομπος]]].<br /> <b>(III)</b><br />-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλούς κόμπους, πολλούς ρόζους («με [[τρία]] κουμπούρια εις την μέσην και με βαρείαν μαγκούραν πολύκομπον», Παπαδ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύκομπο</i><br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[πολυκόμπι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] [II] ([[πρβλ]]. [[χιλιόκομπος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:44, 25 August 2023
English (LSJ)
πολύκομπον, loud-sounding, αὐλός v.l. in Poll.4.67.
German (Pape)
[Seite 664] viel lärmend, laut tönend, αὐλός, Poll. 4, 67.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκομπος: -ον, ὁ πολὺ κομπάζων, μεγαλαυχῶν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 598Β· ― ὁ μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 67.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατά («πολύκομπος αὐλός», Πολυδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»].
(II)
-ον, Μ
αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «κομπασμός»), πρβλ. ματαιόκομπος].
(III)
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει πολλούς κόμπους, πολλούς ρόζους («με τρία κουμπούρια εις την μέσην και με βαρείαν μαγκούραν πολύκομπον», Παπαδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύκομπο
βοτ. το φυτό πολυκόμπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κόμπος [II] (πρβλ. χιλιόκομπος)].