πτυάς: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ptyas
|Transliteration C=ptyas
|Beta Code=ptua/s
|Beta Code=ptua/s
|Definition=άδος, ἡ, (πτύω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[spitter]], a kind of [[asp]], Hierocl.<span class="bibl">p.11</span> A., Gal. 14.235, <span class="bibl">Philum.<span class="title">Ven.</span>16</span>, interpol. in <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span>3.9</span>.</span>
|Definition=πτυάδος, ἡ, ([[πτύω]]) [[spitter]], a kind of [[asp]], Hierocl.p.11 A., Gal. 14.235, Philum.''Ven.''16, interpol. in Porph.''Abst.''3.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] άδος, ἡ, die Spuckende; eine Schlangenart, Sp. Vgl. Schneider zu Ael. H. A. 6, 38.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0811.png Seite 811]] άδος, ἡ, die Spuckende; eine Schlangenart, Sp. Vgl. Schneider zu Ael. H. A. 6, 38.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>litt.</i> « la baveuse », sorte de vipère <i>ou</i> d'aspic, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πτύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτυάς''': -άδος, ἡ, ([[πτύω]]) [[εἶδος]] [[σφόδρα]] δηλητηριώδους ἀσπίδος, ἥτις ἐπανατείνουσα τὸν τράχηλον ἐμπτύει τὸν ἰὸν εὐστόχως εἰς πᾶν [[σῶμα]] ζῴου ἢ ἀνθρώπου, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 9, Γαλην. τ. 13, 940, Παῦλ. Αἰγ. 5, 19.
|lstext='''πτυάς''': -άδος, ἡ, ([[πτύω]]) [[εἶδος]] [[σφόδρα]] δηλητηριώδους ἀσπίδος, ἥτις ἐπανατείνουσα τὸν τράχηλον ἐμπτύει τὸν ἰὸν εὐστόχως εἰς πᾶν [[σῶμα]] ζῴου ἢ ἀνθρώπου, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 9, Γαλην. τ. 13, 940, Παῦλ. Αἰγ. 5, 19.
}}
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>litt.</i> « la baveuse », sorte de vipère <i>ou</i> d’aspic, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πτύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />δηλητηριώδες [[φίδι]] που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το [[δηλητήριο]] [[εναντίον]] του στόχου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισχ</i>-<i>άς</i>, <i>μαιν</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br />δηλητηριώδες [[φίδι]] που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το [[δηλητήριο]] [[εναντίον]] του στόχου του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> [[ισχάς]], [[μαινάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτῠάς Medium diacritics: πτυάς Low diacritics: πτυάς Capitals: ΠΤΥΑΣ
Transliteration A: ptyás Transliteration B: ptyas Transliteration C: ptyas Beta Code: ptua/s

English (LSJ)

πτυάδος, ἡ, (πτύω) spitter, a kind of asp, Hierocl.p.11 A., Gal. 14.235, Philum.Ven.16, interpol. in Porph.Abst.3.9.

German (Pape)

[Seite 811] άδος, ἡ, die Spuckende; eine Schlangenart, Sp. Vgl. Schneider zu Ael. H. A. 6, 38.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
litt. « la baveuse », sorte de vipère ou d'aspic, animal.
Étymologie: πτύω.

Greek (Liddell-Scott)

πτυάς: -άδος, ἡ, (πτύω) εἶδος σφόδρα δηλητηριώδους ἀσπίδος, ἥτις ἐπανατείνουσα τὸν τράχηλον ἐμπτύει τὸν ἰὸν εὐστόχως εἰς πᾶν σῶμα ζῴου ἢ ἀνθρώπου, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 9, Γαλην. τ. 13, 940, Παῦλ. Αἰγ. 5, 19.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
δηλητηριώδες φίδι που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το δηλητήριο εναντίον του στόχου του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ισχάς, μαινάς)].