στρουθωτός: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=strouthotos
|Transliteration C=strouthotos
|Beta Code=strouqwto/s
|Beta Code=strouqwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[painted]] or [[embroidered with birds]], <span class="bibl">Sophr.100</span>.</span>
|Definition=στρουθωτή, στρουθωτόν, [[painted]] or [[embroidered with birds]], Sophr.100.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(για ζωγραφικό πίνακα, [[κόσμημα]], [[άγαλμα]] ή [[κέντημα]]) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>πρβλ.</b> <i>οδοντ</i>-[[ωτός]])].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(για ζωγραφικό πίνακα, [[κόσμημα]], [[άγαλμα]] ή [[κέντημα]]) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρουθός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] ([[πρβλ]]. [[οδοντωτός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρουθωτός Medium diacritics: στρουθωτός Low diacritics: στρουθωτός Capitals: ΣΤΡΟΥΘΩΤΟΣ
Transliteration A: strouthōtós Transliteration B: strouthōtos Transliteration C: strouthotos Beta Code: strouqwto/s

English (LSJ)

στρουθωτή, στρουθωτόν, painted or embroidered with birds, Sophr.100.

German (Pape)

[Seite 956] wie von στρουθόω, mit Vögeln bemalt od. gestickt, ἑλίγματα Sophron Ath. II, 48 c.

Greek (Liddell-Scott)

στρουθωτός: -ή, -όν, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. στρουθόω, ἐζωγραφημένος ἢ κεντημένος μὲ εἰκόνας πτηνῶν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 48C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(για ζωγραφικό πίνακα, κόσμημα, άγαλμα ή κέντημα) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. -ωτός (πρβλ. οδοντωτός)].