τρύγημα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trygima
|Transliteration C=trygima
|Beta Code=tru/ghma
|Beta Code=tru/ghma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[crop]], of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.<span class="title">Tim.</span> s.v. [[βλίττειν]].</span>
|Definition=-ατος, τό, [[crop]], of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.''Tim.'' [[sub verbo|s.v.]] [[βλίττειν]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 11:29, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγημα Medium diacritics: τρύγημα Low diacritics: τρύγημα Capitals: ΤΡΥΓΗΜΑ
Transliteration A: trýgēma Transliteration B: trygēma Transliteration C: trygima Beta Code: tru/ghma

English (LSJ)

-ατος, τό, crop, of honey, Atticista ined. ap. Ruhnk.Tim. s.v. βλίττειν.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγημα: τό, ὡς καὶ νῦν, τρύγημα, συγκομιδή, τὸ τῶν κηρίων τρύγημα βλίττειν λέγουσι Ruhnk εἰς Τίμαιον ἐν λέξει βλίττειν.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [τρυγῶ (Ι)]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τρυγώ, η συγκομιδή καρπών
νεοελλ.
1. (κυρίως) συγκομιδή σταφυλιών, τρύγος
2. μτφ. επιτήδεια απόσπαση χρημάτων από κάποιον
αρχ.
η συγκέντρωση του μελιού από τις κυψέλες.