ἀκατασχεσία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akataschesia | |Transliteration C=akataschesia | ||
|Beta Code=a)katasxesi/a | |Beta Code=a)katasxesi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[ungovernableness]], Ptol.''Tetr.''170. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[inestabilidad]], [[desequilibrio]], [[descontrol]] ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείων Heph.Astr.2.16.5, Ptol.<i>Tetr</i>.3.15.5 (cód., pero cf. [[ἀκαταστασία]]). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατασχεσία''': ἡ, τὸ ἀκατάσχετον καὶ ἀκυβέρνητον, Πτολ., κτλ. | |lstext='''ἀκατασχεσία''': ἡ, τὸ ἀκατάσχετον καὶ ἀκυβέρνητον, Πτολ., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀκατασχεσία]]) [[ἀκατάσχετος]]<br />η [[ιδιότητα]] του ακατάσχετου. | |mltxt=η (Α [[ἀκατασχεσία]]) [[ἀκατάσχετος]]<br />η [[ιδιότητα]] του ακατάσχετου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:26, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, ungovernableness, Ptol.Tetr.170.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
inestabilidad, desequilibrio, descontrol ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείων Heph.Astr.2.16.5, Ptol.Tetr.3.15.5 (cód., pero cf. ἀκαταστασία).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατασχεσία: ἡ, τὸ ἀκατάσχετον καὶ ἀκυβέρνητον, Πτολ., κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀκατασχεσία) ἀκατάσχετος
η ιδιότητα του ακατάσχετου.