ἀναδοτικός: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "theilen" to "teilen") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anadotikos | |Transliteration C=anadotikos | ||
|Beta Code=a)nadotiko/s | |Beta Code=a)nadotiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀναδοτική, ἀναδοτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[causing to spring up]], σπερμάτων Corn. ''ND''28.<br><span class="bld">2</span> Medic., [[digestive]], Gal.6.416. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que hace brotar]], [[germinar]] τὸ ἀ. σπερμάτων el poder germinativo de las semillas</i> Corn.<i>ND</i> 28.<br /><b class="num">2</b> [[metabólico]] [[δύναμις]] Gal.6.416<br /><b class="num">•</b>fig. ref. a la ψυχή [[que es capaz de asimilar]] Gr.Naz.M.35.965A. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0187.png Seite 187]] verteilend, verdauend, Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναδοτικός''': -ή, -όν, [[διανεμητικός]], συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, | |lstext='''ἀναδοτικός''': -ή, -όν, [[διανεμητικός]], συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, μετὰ γεν. Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναδοτικός]], -ή, -όν (Α) [[ἀνάδοτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει, που μοιράζει<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά<br /><b>3.</b> αυτός που μετατρέπει την [[τροφή]] σε ιστό, ο [[αφομοιωτικός]]. | |mltxt=[[ἀναδοτικός]], -ή, -όν (Α) [[ἀνάδοτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει, που μοιράζει<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά<br /><b>3.</b> αυτός που μετατρέπει την [[τροφή]] σε ιστό, ο [[αφομοιωτικός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:35, 10 April 2024
English (LSJ)
ἀναδοτική, ἀναδοτικόν,
A causing to spring up, σπερμάτων Corn. ND28.
2 Medic., digestive, Gal.6.416.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que hace brotar, germinar τὸ ἀ. σπερμάτων el poder germinativo de las semillas Corn.ND 28.
2 metabólico δύναμις Gal.6.416
•fig. ref. a la ψυχή que es capaz de asimilar Gr.Naz.M.35.965A.
German (Pape)
[Seite 187] verteilend, verdauend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναδοτικός: -ή, -όν, διανεμητικός, συντελεστικὸς πρὸς πέψιν, χωνευτικός, μετὰ γεν. Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
ἀναδοτικός, -ή, -όν (Α) ἀνάδοτος
1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει
2. αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά
3. αυτός που μετατρέπει την τροφή σε ιστό, ο αφομοιωτικός.