ἐπικαρπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epikarpidios
|Transliteration C=epikarpidios
|Beta Code=e)pikarpi/dios
|Beta Code=e)pikarpi/dios
|Definition=[ῐδ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[on fruit]], χνοῦς <span class="title">AP</span>9.226 (Zon.).</span>
|Definition=[ῐδ], ον, [[on fruit]], χνοῦς ''AP''9.226 (Zon.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est sur le fruit.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καρπός]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui est sur le fruit]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[καρπός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικαρπίδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] τών καρπών («χνοῡν ἐπικαρπίδιον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
|mltxt=[[ἐπικαρπίδιος]], -ον (Α)<br />αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται [[πάνω]] στην [[επιφάνεια]] τών καρπών («χνοῦν ἐπικαρπίδιον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 12:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικαρπίδιος Medium diacritics: ἐπικαρπίδιος Low diacritics: επικαρπίδιος Capitals: ΕΠΙΚΑΡΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epikarpídios Transliteration B: epikarpidios Transliteration C: epikarpidios Beta Code: e)pikarpi/dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον, on fruit, χνοῦς AP9.226 (Zon.).

German (Pape)

[Seite 946] auf der Frucht, μήλων χνοῦς Zon. 6 (IX, 226).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est sur le fruit.
Étymologie: ἐπί, καρπός.

Greek Monolingual

ἐπικαρπίδιος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται πάνω στην επιφάνεια τών καρπών («χνοῦν ἐπικαρπίδιον», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐπικαρπίδιος: -ον (καρπός), αυτός που γίνεται πάνω στον καρπό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαρπίδιος: (πῐ) находящийся на плодах, покрывающий плоды (χνοῦς Anth.).

Middle Liddell

ἐπι-καρπίδιος, ον καρπός
on fruit, Anth.