ὀνοκέφαλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onokefalos
|Transliteration C=onokefalos
|Beta Code=o)noke/falos
|Beta Code=o)noke/falos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with the head of an ass]], Cyran. 70, <span class="bibl">Horap.1.23</span>.</span>
|Definition=ὀνοκέφαλον, [[with the head of an ass]], Cyran. 70, Horap.1.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀνοκέφαλος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ονοκέφαλος]]<br />μυθικό [[τέρας]] το οποίο είχε [[σώμα]] ανθρώπου και [[κεφάλι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>κυνο</i>-[[κέφαλος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀνοκέφαλος]], -ον)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ονοκέφαλος]]<br />μυθικό [[τέρας]] το οποίο είχε [[σώμα]] ανθρώπου και [[κεφάλι]] όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[κυνοκέφαλος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνοκέφᾰλος Medium diacritics: ὀνοκέφαλος Low diacritics: ονοκέφαλος Capitals: ΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: onoképhalos Transliteration B: onokephalos Transliteration C: onokefalos Beta Code: o)noke/falos

English (LSJ)

ὀνοκέφαλον, with the head of an ass, Cyran. 70, Horap.1.23.

German (Pape)

[Seite 348] mit einem Eselskopfe, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνοκέφαλος: -ον, ὁ ἔχων ὄνου κεφαλήν, Ὡραπόλλ. Ἱερογλ. 1, 23, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 6, σ. 300.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀνοκέφαλος, -ον)
το αρσ. ως ουσ. ο ονοκέφαλος
μυθικό τέρας το οποίο είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κυνοκέφαλος.