ὑδροχαρής: Difference between revisions
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydrocharis | |Transliteration C=ydrocharis | ||
|Beta Code=u(droxarh/s | |Beta Code=u(droxarh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑδροχαρές, [[delighting in water]], Eust.254.11, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ὑδροχαρής]], -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει το [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο [[νερό]], [[υδρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> / -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), | |mltxt=-ές / [[ὑδροχαρής]], -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει το [[νερό]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο [[νερό]], [[υδρόβιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> / -<i>χαρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. [[οἰνοχαρής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:14, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑδροχαρές, delighting in water, Eust.254.11, etc.
German (Pape)
[Seite 1174] ές, sich des Wassers freuend, gern im, am Wasser lebend, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροχαρής: -ές, ὁ ἀγαπῶν τὸ ὕδωρ, Εὐστ. 254· 11, κλπ.· - Ὑδρόχαρις, ὄνομα βατράχου ἐν τῇ Βατραχομυομ. 229.
Greek Monolingual
-ές / ὑδροχαρής, -ές, ΝΜ, και υδρόχαρος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που του αρέσει το νερό
2. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί στο νερό, υδρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -χαρής / -χαρος (< χαίρω), πρβλ. οἰνοχαρής].