ὑποτροπικός: Difference between revisions
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypotropikos | |Transliteration C=ypotropikos | ||
|Beta Code=u(potropiko/s | |Beta Code=u(potropiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑποτροπική, ὑποτροπικόν, [[indicating relapse]], Hp.''Coac.''79,581. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὑποτροπικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὑποτροπή]]<br />(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει [[υποτροπή]] σε ορισμένες περιόδους.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> (γεωγρ.-μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές περιοχές και τών δύο ημισφαιρίων (α. «υποτροπικές ζώνες» β. «υποτροπικές χώρες»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις [[παραπάνω]] ζώνες (α. «υποτροπικό [[κλίμα]]» β. «υποτροπική [[βλάστηση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υποτροπικός]] [[αεροχείμαρρος]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ρεύμα]] αέρα το οποίο σχηματίζει μια συνεχή [[ζώνη]] [[γύρω]] από [[κάθε]] [[ημισφαίριο]] στην [[περιοχή]] τών γεωγραφικών πλατών 30° [[περίπου]]<br />β) «υποτροπικό υψηλό»<br /><b>(μετεωρ.)</b> καθεμιά από τις πολλές περιοχές της ατμόσφαιρας ημιμόνιμης υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης [[πάνω]] από τους ωκεανούς και τών δύο ημισφαιρίων σε γεωγραφικά [[πλάτη]] 35° [[περίπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροπικός]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό / [[ὑποτροπικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[ὑποτροπή]]<br />(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει [[υποτροπή]] σε ορισμένες περιόδους.<br /><b>(II)</b><br />-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> (γεωγρ.-μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές περιοχές και τών δύο ημισφαιρίων (α. «υποτροπικές ζώνες» β. «υποτροπικές χώρες»)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις [[παραπάνω]] ζώνες (α. «υποτροπικό [[κλίμα]]» β. «υποτροπική [[βλάστηση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[υποτροπικός]] [[αεροχείμαρρος]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ρεύμα]] αέρα το οποίο σχηματίζει μια συνεχή [[ζώνη]] [[γύρω]] από [[κάθε]] [[ημισφαίριο]] στην [[περιοχή]] τών γεωγραφικών πλατών 30° [[περίπου]]<br />β) «υποτροπικό υψηλό»<br /><b>(μετεωρ.)</b> καθεμιά από τις πολλές περιοχές της ατμόσφαιρας ημιμόνιμης υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης [[πάνω]] από τους ωκεανούς και τών δύο ημισφαιρίων σε γεωγραφικά [[πλάτη]] 35° [[περίπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροπικός]]. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[zurückkehrend]], [[immer]] wiederkommend</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:51, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑποτροπική, ὑποτροπικόν, indicating relapse, Hp.Coac.79,581.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτροπικός: -ή, -όν, ὁ ὑποτροπιάζων, ὑποστρέφων, ἐπανερχόμενος, ἐπὶ ὑποτροπιαζούσης νόσου, Ἱπποκρ. Κωακ. Προγν. 128, πρβλ. 216.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό / ὑποτροπικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑποτροπή
(για νόσο) αυτός που υποτροπιάζει, που εμφανίζει υποτροπή σε ορισμένες περιόδους.
(II)
-ή, -ό, Ν
1. (γεωγρ.-μετεωρ.) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται στις περιοχές που γειτονεύουν με τις τροπικές περιοχές και τών δύο ημισφαιρίων (α. «υποτροπικές ζώνες» β. «υποτροπικές χώρες»)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις παραπάνω ζώνες (α. «υποτροπικό κλίμα» β. «υποτροπική βλάστηση»)
3. φρ. α) «υποτροπικός αεροχείμαρρος»
(μετεωρ.) ρεύμα αέρα το οποίο σχηματίζει μια συνεχή ζώνη γύρω από κάθε ημισφαίριο στην περιοχή τών γεωγραφικών πλατών 30° περίπου
β) «υποτροπικό υψηλό»
(μετεωρ.) καθεμιά από τις πολλές περιοχές της ατμόσφαιρας ημιμόνιμης υψηλής ατμοσφαιρικής πίεσης πάνω από τους ωκεανούς και τών δύο ημισφαιρίων σε γεωγραφικά πλάτη 35° περίπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + τροπικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο.
German (Pape)
ή, όν, zurückkehrend, immer wiederkommend, Hippocr.