ἕστιος: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=estios
|Transliteration C=estios
|Beta Code=e(/stios
|Beta Code=e(/stios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of the]] <b class="b3">ἑστία, θεοί, ἐσχάρα</b>, <span class="bibl">Hld.1.30</span>,<span class="bibl">4.18</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[Ἕστιος]], [[]] (sc. [[μήν]]), name of month in Magnesia, <span class="title">IG</span>9(2).1117.11.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> of the [[ἑστία]], [[θεοί]], [[ἐσχάρα]], Hld.1.30,4.18.<br><span class="bld">II</span> [[Ἕστιος]], ὁ (''[[sc.]]'' [[μήν]]), name of month in Magnesia, ''IG''9(2).1117.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕστιος]], -α, -ον (Α) [[εστία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[εστία]] («τοῑς ἑστίοις θεοῑς»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Ἕστιος</i> (ενν. [[μήνας]])<br />[[ονομασία]] ενός από τους μήνες στη Μαγνησία.
|mltxt=[[ἕστιος]], -α, -ον (Α) [[εστία]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στην [[εστία]] («τοῖς ἑστίοις θεοῖς»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ Ἕστιος</i> (ενν. [[μήνας]])<br />[[ονομασία]] ενός από τους μήνες στη Μαγνησία.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕστιος Medium diacritics: ἕστιος Low diacritics: έστιος Capitals: ΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: héstios Transliteration B: hestios Transliteration C: estios Beta Code: e(/stios

English (LSJ)

α, ον,
A of the ἑστία, θεοί, ἐσχάρα, Hld.1.30,4.18.
II Ἕστιος, ὁ (sc. μήν), name of month in Magnesia, IG9(2).1117.11.

German (Pape)

[Seite 1044] den Hausheerd betreffend, θεοί Heliod. 1, 30; ἐσχάρα 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἕστιος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τήν ἑστίαν, θεοί, ἐσχάρα Ἠλιόδ. 1. 30., 4. 18.

Greek Monolingual

ἕστιος, -α, -ον (Α) εστία
1. αυτός που ανήκει στην εστία («τοῖς ἑστίοις θεοῖς»)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἕστιος (ενν. μήνας)
ονομασία ενός από τους μήνες στη Μαγνησία.