στομακάκη: Difference between revisions

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
m (Text replacement - "<b class="b3">κᾰ], ἡ</b>" to "κᾰ], ἡ")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stomakaki
|Transliteration C=stomakaki
|Beta Code=stomaka/kh
|Beta Code=stomaka/kh
|Definition=[κᾰ], ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">a disease in which all the teeth fall out, scurvy of the gums</b>, <span class="bibl">Str.16.4.24</span> (<b class="b3">-κάκκη</b> codd.), <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>25.20</span>.</span>
|Definition=[κᾰ], ἡ, [[a disease in which all the teeth fall out]], [[scurvy of the gums]], Str.16.4.24 (-κάκκη codd.), Plin.''HN''25.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στομοκάκη]], ἡ, Α<br />[[νόσημα]] του στόματος και [[κυρίως]] τών ούλων που προκαλεί [[πτώση]] όλων τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάκη]] (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), <b>πρβλ.</b> <i>τραχηλο</i>-[[κάκη]].
|mltxt=και [[στομοκάκη]], ἡ, Α<br />[[νόσημα]] του στόματος και [[κυρίως]] τών ούλων που προκαλεί [[πτώση]] όλων τών δοντιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στόμα]] <span style="color: red;">+</span> [[κάκη]] (<span style="color: red;"><</span> [[κακός]]), [[πρβλ]]. [[τραχηλοκάκη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰκάκη Medium diacritics: στομακάκη Low diacritics: στομακάκη Capitals: ΣΤΟΜΑΚΑΚΗ
Transliteration A: stomakákē Transliteration B: stomakakē Transliteration C: stomakaki Beta Code: stomaka/kh

English (LSJ)

[κᾰ], ἡ, a disease in which all the teeth fall out, scurvy of the gums, Str.16.4.24 (-κάκκη codd.), Plin.HN25.20.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ, eine Krankheit des Mundes, bei der die Zähne ausfallen, Scharbock, Strab. XVI; vgl. Plin. H. N. 25, 3, wie Lob. Phryn. 668.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰκάκη: [ᾰ], ἡ, νόσημα, καθ’ ὃ ἅπαντες οἱ ὀδόντες ἐκπίπτουσι, νόσημα τοῦ στόματος ἢ τῶν οὔλων, «σκορβοῦτον», Στράβ. 781 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα στομακάκκη), πρβλ. Πλιν. Η. Ν. 25. 6· ὁ τύπος στομοκάκη κατ’ ἀναλογίαν γραμματικὴν ἐσχηματισμένος δὲν ὑποστηρίζεται ἔκ τινος μαρτυρίας, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 668.

Greek Monolingual

και στομοκάκη, ἡ, Α
νόσημα του στόματος και κυρίως τών ούλων που προκαλεί πτώση όλων τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + κάκη (< κακός), πρβλ. τραχηλοκάκη.