λεωκόνητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεωκόνητος]] και λεωκόνιτος, ὁ (Α)<br />ο εξολοθρευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεωκόνητος]] <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]], με [[επίδραση]] του επιρρ. [[λέως]] «εντελώς, [[τελείως]]» <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κον</i>- (του [[καίνω]] «[[σκοτώνω]]», <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κον</i>-<i>α</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>τρι</i>-<i>κόνητος</i>, ο δε τ. <i>λεωκόνιτος</i> με πιθ. [[επίδραση]] του [[κονίω]] <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] «[[σκόνη]]»].
|mltxt=[[λεωκόνητος]] και λεωκόνιτος, ὁ (Α)<br />ο εξολοθρευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[λεωκόνητος]] <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]], με [[επίδραση]] του επιρρ. [[λέως]] «εντελώς, [[τελείως]]» <span style="color: red;">+</span> θ. <i>κον</i>- (του [[καίνω]] «[[σκοτώνω]]», [[πρβλ]]. παρακμ. <i>κέ</i>-<i>κον</i>-<i>α</i>), [[πρβλ]]. [[τρικόνητος]], ο δε τ. <i>λεωκόνιτος</i> με πιθ. [[επίδραση]] του [[κονίω]] <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] «[[σκόνη]]»].
}}
}}

Latest revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεωκόνητος Medium diacritics: λεωκόνητος Low diacritics: λεωκόνητος Capitals: ΛΕΩΚΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: leōkónētos Transliteration B: leōkonētos Transliteration C: leokonitos Beta Code: lewko/nhtos

English (LSJ)

v. λέως.

Greek Monolingual

λεωκόνητος και λεωκόνιτος, ὁ (Α)
ο εξολοθρευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεωκόνητος < λεῖος, με επίδραση του επιρρ. λέως «εντελώς, τελείως» + θ. κον- (του καίνω «σκοτώνω», πρβλ. παρακμ. κέ-κον-α), πρβλ. τρικόνητος, ο δε τ. λεωκόνιτος με πιθ. επίδραση του κονίω < κόνις «σκόνη»].