μαραθωνομάχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (LSJ2 replacement)
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
{{LSJ2
|Full diacritics=μαραθωνομάχος
|Full diacritics=μᾰρᾰθωνομᾰ́χος
|Medium diacritics=μαραθωνομάχος
|Medium diacritics=μαραθωνομάχος
|Low diacritics=μαραθωνομάχος
|Low diacritics=μαραθωνομάχος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=marathonomachos
|Transliteration C=marathonomachos
|Beta Code=maraqwnoma/xos
|Beta Code=maraqwnoma/xos
|Definition=ὁ, = [[Μαραθωνομάχης]].
|Definition=ὁ, = [[μαραθωνομάχης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μαραθωνομάχος]] και [[μαραθωνομάχης]])<br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] που μετείχε στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Περσών στον Μαραθώνα<br /><b>2.</b> (παροιμιωδώς) [[γενναίος]] [[πολεμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μαραθώνας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
|mltxt=ο (Α [[μαραθωνομάχος]] και [[μαραθωνομάχης]])<br /><b>1.</b> [[πολεμιστής]] που μετείχε στη [[μάχη]] [[εναντίον]] τών Περσών στον Μαραθώνα<br /><b>2.</b> (παροιμιωδώς) [[γενναίος]] [[πολεμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Μαραθώνας]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[μαραθωνομάχης]].
}}
}}

Latest revision as of 16:58, 4 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρᾰθωνομᾰ́χος Medium diacritics: μαραθωνομάχος Low diacritics: μαραθωνομάχος Capitals: ΜΑΡΑΘΩΝΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: marathōnomáchos Transliteration B: marathōnomachos Transliteration C: marathonomachos Beta Code: maraqwnoma/xos

English (LSJ)

ὁ, = μαραθωνομάχης.

Greek Monolingual

ο (Α μαραθωνομάχος και μαραθωνομάχης)
1. πολεμιστής που μετείχε στη μάχη εναντίον τών Περσών στον Μαραθώνα
2. (παροιμιωδώς) γενναίος πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαραθώνας + -μάχος (< μάχομαι)].

German (Pape)

ὁ, = μαραθωνομάχης.