εὐγέωργος: Difference between revisions
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
m (LSJ2 replacement) |
m (pape replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐγέωργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ευγεώργητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη [[διδασκαλία]] («αἱ γὰρ | |mltxt=[[εὐγέωργος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ευγεώργητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη [[διδασκαλία]] («αἱ γὰρ εὐγενεῖς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>gut zu [[bebauen]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, = εὐγεώργητος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγέωργος: -ον, = τῷ προηγ., Ἰω. Χρυσ. τ. 10, σ. 986C, ἔκδ. Παρισ.
Greek Monolingual
εὐγέωργος, -ον (Α)
1. ο ευγεώργητος
2. αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη διδασκαλία («αἱ γὰρ εὐγενεῖς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.).
German (Pape)
gut zu bebauen, Sp.